25-02-21 ΦΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Ἀρχαῖες ἑλληνικὲς φράσεις, ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα. 

 

Ρωτᾶμε συνεχῶς: Τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς, μὲ τοὺς ἀρχαίους;

Πέρασαν 4.000 χρόνια τὸ λιγότερο 

καὶ ἀκόμα ὁμιλεῖται ἡ ἴδια γλῶσσα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρετε. 

Δὲν συμβαίνει σὲ καμία ἄλλη γλῶσσα αὐτό, παγκοσμίως. 

 

Στὴν καθημερινότητα σου, λές : 

Ἕνα χελιδόνι (ἢ ἕνας κοῦκος) δὲν φέρνει τὴν ἄνοιξη. 

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεἶ - Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Αἴσωπο καί 

ἔμεινε ὡς παροιμία ποὺ χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ ὁ Ἀριστοτέλης, 

ὁ Στοβαῖος καὶ ὁ Ἀριστοφάνης. Ἐπικράτησε ἡ ἐκδοχὴ μὲ τὸν κοῦκο. 

 

Τὸ ἕνα χέρι, νίβει τὸ ἄλλο. 

ἁ δὲ χὲὶρ τὰν χεῖρα νίζει - Στίχος τοῦ Πυθαγόρειου φιλόσοφου 

καὶ ποιητή, Ἐπίχαρμου. 

 

Ὅ,τι σπείρεις θὰ θερίσεις. 

Εἶ κακὰ τὶς σπεῖραι, κακὰ κέρδια ἀμήσειν - Ἡσίοδος. 

 

Κάλλιο νὰ σὲ ζηλεύουνε, παρὰ νὰ σὲ λυποῦνται. 

Κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος- Πίνδαρος.  

 

Ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει. 

Ἡ γλῶττα ἀνόστεος μὲν, ὀστέα θραύει- Σόλων. 

 

Ἔπαθε καὶ ἔμαθε. 

Τὸν πάθει μάθος- Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων. 

 

Σηκώθηκαν οἱ τρίχες μου. 

Τρὶχὸς δ᾽ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται - Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας. 

 

Ὁ ἄνδρας εἶναι ἡ κολώνα τοῦ σπιτιοῦ. 

Ἀνήρ, στέγης στῦλον - Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων. 

 

Χτύπα ξύλο. 

Ἅπτεσθαι ξύλου - Ἀριστοφάνης. 

 

Ἔπεσαν κάτω ἀπο τὰ γέλια. 

Ὥστε ὑπτίους, ὑπὸ τοῦ γέλωτος καταπεσεῖν - Ἀθήναιος. 

 

Ἔγιναν θέατρο. 

Ἑαυτοὺς ἐξεθεατρίουν - Πολύβιος. 

 

Μὴ μὲ συγχίζεις. 

Μὴ μοὶ σύγχει - Ὅμηρος. 

 

Τὴν βάψαμε (τὴ βάρκα). 

Ἡ ναῦς ἔβαψεν - Εὐριπίδης, Ὀρέστης στ. 705-707. 

βάπτω=βυθίζω στὸ νέρο. Ὅταν λέγαμε: ναῦς ἔβαψεν=το πλοῖο βυθίστηκε. 

Μὴ μὲ σκοτίζεις. 

Ἀποσκότισον μέ - εἶπε ὁ Διογένης στὸν Μ.Αλέξανδρο. 

 

Ἔγινε ὁ βίος ἀβίωτος. 

Ἀβίωτον ζῶμεν βίον - Φιλήμων, 4ος αἰ. π.Χ. 

 

Τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα. 

ὀρνίθων γάλα - Πλούταρχος. 

 

Λὲς τρίχες! 

Τριχολογεὶν καὶ τρίχας ἀναλέγεσθαι - Σουΐδας. 

 

Ἄει στὸν κόρακα (τὴν ἀκοῦς πολὺ στὴ Θεσσαλία). 

Πέμπειν εἰς κόρακας. 

 

Δὲν μὲ μέλει. 

οὐδὲν μοὶ μέλει. 

 

Πολλὰ λές. 

Πολλὰ λαλεῖς (Στὴν Κύπρο θὰ τὸ ἀκοῦς συνεχῶς) 

 

Νὰ σκάσεις. 

Διαρραγείης - Ἀριστοφάνης. 

 

Κάθε ἀρχὴ καὶ δύσκολη. 

Ἀρχὴ δήπου παντὸς ἔργου χαλεπωτέρα. 

 

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. 

Ἔχει τί πίκρὸν, ὁ τῆς ἀληθείας λόγος - Δίων.  

 

Ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται. 

Ἀδύνατον τ' ἀληθὲς λαθεῖν - Μένανδρος. 

 

Φοβᾶται καὶ τὴν σκιά του. 

τὴν αὐτοῦ σκὶὰν δέδοικεν - Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 62. 

 

Τὸν ἀράπη κι ἂν τὸν πλένεις. 

Αἰθίοπα σμήχεις - Πλούταρχος (στὴν οὐσία σημαίνει, τὸν Αἰθίοπα 

(ὅσο κι) ἂν λευκαίνεις. 

 

Καμιὰ δουλειὰ δὲν εἶναι ντροπὴ (ἡ ἀεργία εἶναι ντροπή) 

Ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, (ἀεργίη δὲ τ' ὄνειδος) - Ἡσίοδος. 

 

Χτίζεις στὴν ἄμμο. 

Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς - Πλούταρχος. 

 

Παρ' τὸ αὐγὸ καὶ κούρευτο. 

Ὦον τίλλεις - Πλούταρχος. 

 

Ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις. 

Ὦσπερ εἰσορὰς ἐμέ - Σοφοκλῆς. 

 

Μοῦ λύθηκαν τὰ γόνατα. 

Λύεται γούνατα - Ὅμηρος. 

 

Θὰ σοῦ δείξω ἐγώ, ποιός εἶμαι (ἀπειλή). 

Ἐγὼ αὐτῷ δείξω, τὶς εἰμί - Ἐπίκτητος 3,2,10. 

 

Δὲν πᾶς νὰ κρεμαστεῖς ; 

Οὔκ ἀπάγξη; Ἐπίκτητος 3,1,32. 

 

Κάνει σὰν νὰ τοῦ σκότωσε τὸν πατέρα (σὰ νὰ τοῦ σκότωσε 

τὴ μάνα, λέμε σήμερα ἐμεῖς) 

Ἂν οὔν ἐν τούτοις πλανηθῶ, μή τι τὸν πατέρα ἀπέκτεινα - Ἐπίκτητος 1,7,31. 

 

Βάζω τὸ χέρι στὴν φωτιά. 

Χεῖρα τ' ἐν ἠγάνῳ βαλεῖν (ἠγάνω=στο τηγάνι) - Ἀνακρέων Fragmenta Fr.91.  &

 

Μπλέξαμε τὰ μπούτια μας. 

Πλέξαντες μηροίσι πέρι μηρούς - Ἀνακρέων. 

 

Οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν, ἡ γλῶσσα ὅμως θυμᾶται καὶ ἡ μνήμη ρέει στὸ αἷμα μας. 

(Via: Ντοπιολαλιές)