Φιλοσοφία του Δικαίου (Πλάτων, Αριστοτέλης,
Augustinus, Ακινάτης, Hobbes, Locke, Rousseau, Montesquieu, Thomasius, Wolff,
Pufendorf, Kant , Hegel, Bentham,Radbruch, Hart, Kelsen, Dworkin).
Ορισμός Φιλοσοφίας του Δικαίου.
Η Φιλοσοφία του Δικαίου αποτελεί ένα
συστατικό Τμήμα της Φιλοσοφίας και θεωρητική βάση του Κλάδου των Νομικών
Επιστημών, οι οποίες ασχολούνται με πρυτανεύοντα θέματα του Δικαίου. Απαντά
κυρίως στο τί είναι το Δίκαιο και ποιά είναι η Σχέση μεταξύ του Δικαίου και της
Δικαιοσύνης, μεταξύ του Δικαίου και των Νόμων.
Η Φιλοσοφία του Δικαίου είναι ένα σύνολο
Σκέψεων, Προτάσεων, Λόγου κ' Ιστορικού Διαλόγου, που έχει ένα κεντρικό σημείο,
την έννοια της Δικαιοσύνης, μέσω των οποίων προσπαθούμε να βρούμε το Θεμέλιο
της Ισχύος του Νόμου. Το Θεμέλιο της Ισχύος ενός Νόμου είναι η έννοια της
Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη είναι το κριτήριο με το οποίο θα ελέγξουμε εάν το
Θεμέλιο Ισχύος του Νόμου είναι ισχυρό ή όχι.
Το Δίκαιο υπάρχει γιά να μην καταφεύγουμε
στη Βία. Γιά να μπορεί να καταφεύγει το Δίκαιο ακόμα και στην άσκηση Βίας θα
πρέπει να έχει ένα πολύ ισχυρό Θεμέλιο Ισχύος. Αυτό που διαχωρίζει τους Κανόνες
Δικαίου από τους Κανόνες της Ηθικής είναι η δυνατότητα άσκησης Βίας από τους
μηχανισμούς και τους Θεσμούς του Δικαίου, σε αντίθεση με την Ηθική όπου η
άσκηση Βίας είναι ανύπαρκτη. Καταλαβαίνουμε καλύτερα τη Δικαιοσύνη ως μιά
έλλειψη Αδικίας.
Εισαγωγή στη Νομική Σκέψη, η Λογική κι η
Μεθοδολογία της Νομικής Σκέψης.
Η Νομική Σκέψη επιβάλλει Νόμους με τη μορφή
Βίας. Στο Δίκαιο έχουμε ένα τρόπο Σκέψης που δεν είναι προφανής γιά τους
άλλους. Υπάρχει η γλώσσα του Δικαίου που έχει να κάνει με Νομικούς Όρους,
Προτάσεις και Κείμενα. Η Νομική Λογική είναι μιά Ουσιαστική Λογική, η οποία, στη
βάση και στο πλαίσιο της Τυπικής Λογικής και σε συνεργασία με την Ειδική Νομική
Μεθοδολογία, πρέπει να δείξει πως βρίσκει κανείς αληθινές ή σωστές ή
υποστηρίξιμες λύσεις σε Νομικά Ζητήματα. Είναι ένας Διαλογισμός γύρω από την
κατάλληλη, γιά το αντικείμενό της, Νομική Διαγνωστική διαδικασία, την οποία δεν
είναι πάντα εύκολο να διαβλέψει κανείς. Έχει Σκοπό της, στα όρια που είναι
επιτρεπτό στην Ανθρώπινη Γνώση, να βρίσκει την Αλήθεια και να διατυπώνει καλά
θεμελιωμένες Κρίσεις. Η Νομική Σκέψη πρέπει να επικεντρώνεται στον χειρισμό των
Νόμων, πράγμα που έχει πρωταρχική σημασία σ ένα κράτος Δικαίου.
Η Νομική Σκέψη πρέπει να συγκεντρώνεται στον
χειρισμό των Νόμων: οι Γενικοί Κανόνες Δικαίου κι οι συγκεκριμένες Δικαστικές
Αποφάσεις ή Διοικητικές Πράξεις που αποτελούν τους Στόχους της Νομικής Σκέψης,
σ' ένα Κράτος Δικαίου, όπου τα Δικαστήρια κι οι Αρχές δεσμεύονται από τους
Νόμους, πρέπει να διαμορφώνονται και να αιτιολογούνται καταρχήν βάσει αυτών των
Νόμων, όπου η Λαϊκή Θέληση εκδηλώνεται με τη Δημοσίευσή τους.
Ερμηνεία του Δικαίου.
Το Δίκαιο στηρίζεται στην Ερμηνεία, δεν
υπάρχει σαν ένα άμεσο αποτέλεσμα. Συνδέει δύο διαφορετικές δομές: 1) την
Πραγματικότητα και 2) την Κανονιστικότητα. Γιά τη Νομική Θεωρία και Πράξη το
Δίκαιο υπάρχει μέσα σε Κείμενα προς Ερμηνεία. Η περιορισμένη ευρετική
χρησιμότητα της γραμματικής ερμηνείας κι η ανάγκη καταφυγής στην παράλληλη
χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων που παρέχουν η Συστηματική κι η Τελεολογική
Ερμηνευτική Μέθοδος διαπιστώνεται σε ολόκληρο το πεδίο της Έννομης Τάξης: στο
Φορολογικό και στο Ποινικό Δίκαιο, όπου, σε συνδυασμό με τη βούληση του
Ιστορικού Νομοθέτη, η γλωσσική ερμηνεία είναι η μόνη δυνατή κι ασφαλής Μέθοδος
να χρησιμοποιηθεί. Σε κάθε Κλάδο του Δικαίου είναι αναγκαία η συνδυασμένη χρήση
των μεθόδων ερμηνείας γιά τον σχηματισμό ορθών Αποφάσεων. Αλλά, προηγείται μία
σύντομη Έκθεση των κυριότερων Μεθοδολογικών Θεωριών, οι οποίες καθόρισαν τη
Νομική Σκέψη και στις οποίες βασίζονται πολλές από τις σύγχρονες μεθοδολογικές
αντιλήψεις. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι βασικές θέσεις της Παραδοσιακής
Μεθοδολογίας σχετικά με την Τελεολογική και τη Συστηματική Ερμηνεία κι η
αντίληψη περί προτεραιότητας κι αποκλειστικότητάς της στην ερμηνευτική
διαδικασία. Θα επιχειρηθεί, επίσης, η αντίκρουση των παρακάτω θέσεων: Δίνεται
έμφαση στην αξίωση της Σύγχρονης Μεθοδολογίας γιά ενότητα στην Ερμηνεία, με
συνδυασμένη χρήση όλων των Ερμηνευτικών Κριτηρίων, ώστε να επιλεγεί η
καταλληλότερη κάθε φορά λύση, ενόψει της ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κρινόμενης
περίπτωσης. Προβάλλεται η ανάγκη ανάδειξης του ρυθμιστικού περιεχομένου των
Νομικών Διατάξεων, μέσω της Πραγματολογικής ολοκλήρωσής τους. Η θεμελίωση Ορθών
Νομικών Κρίσεων είναι εφικτή, όταν η Ερμηνεία βασίζεται στο τριπλό Κριτήριο
Ορθότητας και συνάδει με τις Γενικές Αρχές και τις Συνταγματικές Επιταγές ενός
δημοκρατικά Νομιμοποιημένου Κράτους Δικαίου.Μέσα από έναν δίαυλο Επικοινωνίας
με τη Θεωρία και με τη Νομολογία, προσεγγίζονται ερμηνευτικά ζητήματα κι
ειδικότερα προσδιορίζεται η έννοια της προσανατολισμένης προς στο Σύνταγμα
Ερμηνείας (ή ερμηνευτικής αναγωγής στο Σύνταγμα) -αντιπαραβάλλοντάς την προς τη
σύμφωνη ή εναρμονισμένη με το Σύνταγμα Ερμηνεία-, να εντοπίσει τη σχέση αυτής
της Ερμηνείας με άλλα θεωρητικά σχήματα (όπως η τριτενέργεια) και ν' αναδείξει
μέσα από χαρακτηριστικά παραδείγματα της Νομολογίας, την εφαρμογή της στη
Δικαστηριακή Πρακτική.
Η σύμφωνη με το Σύνταγμα Ερμηνεία των Νόμων
κι ο Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας: η διάκριση της σύμφωνης με το
Σύνταγμα Ερμηνείας των Νόμων από την μερική Αντισυνταγματικότητα (ποσοτική και
ποιοτική) κι από την ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα και τη θεωρητική εκδοχή
της Τριτενέργειας. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα Ερμηνεία συνδέεται με τον Δικαστικό
Έλεγχο της Συνταγματικότητας των Νόμων, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν, διότι
αποτελεί Μέθοδο Ερμηνείας του Δικαίου κι όχι Τεχνική του Ελέγχου. Γι' αυτόν τον
λόγο αποτελεί, κατά περίπτωση, ένα Κριτήριο Ορθότητας που βοηθά τον Ερμηνευτή
να επιλέξει μεταξύ εναλλακτικά προτεινόμενων ερμηνευτικών εκδοχών ή συστηματική
Ερμηνεία του Δικαίου. Αντίθετα, η μερική Αντισυνταγματικότητα αποτελεί μία
Τεχνική άσκησης του Ελέγχου της Συνταγματικότητας των Νόμων. Η Ερμηνευτική
Αναγωγή στο Σύνταγμα βοηθά τον Ερμηνευτή στον ερμηνευτικό προσδιορισμό του
Κανονιστικού περιεχομένου του Νόμου, χωρίς κατά την Ερμηνεία της Διάταξης να
τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης Αντισυνταγματικότητάς της, όπως συμβαίνει στην
περίπτωση της σύμφωνης με το Σύνταγμα Ερμηνείας των Νόμων. Η Θεωρία της
Τριτενέργειας πρεσβεύει την επέκταση της εφαρμογής των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
στις Σχέσεις των Ιδιωτών, ενώ στο πλαίσιο της Μεθοδολογικής της εφαρμογής ως
έμμεση Τριτενέργεια, μοιάζει με την ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα και δεν
ταυτίζεται με τη σύμφωνη με το Σύνταγμα Ερμηνεία των Νόμων.
Ηθικοί και Νομικοί Κανόνες.
Μία Κατηγορία που είναι κοινή στην Ηθική και
στο Δίκαιο είναι η Δεσμευτικότητα των Κανόνων, οι οποίοι είναι οι Ηθικές
Επιταγές κι οι Νόμοι. Το κοινό τους σημείο είναι ότι και τα δύο μας λένε τι
πρέπει να κάνουμε. Οι Κανόνες της Ηθικής ασχολούνται με το τι είναι και τι δεν
είναι Καλό και Σωστό. Οι Κανόνες της Ηθικής που δείχνει τι είναι Καλό, επιδρούν
στους Κανόνες Δικαίου. Ενδέχεται ένας Κανόνας τουΔικαίου ν' αποτελεί και Κανόνα
της Ηθικής. Γιά παράδειγμα, ο Κανόνας της Ηθικής ου κλέψεις, ευρίσκει εφαρμογή
σε πολλούς Κανόνες του Δικαίου κι όχι μόνον του Ποινικού Δικαίου (λ.χ.Εγκλήματα
κατά της Ιδιοκτησίας ή Προσβολή της Νομής). Στις Αρχαίες Κοινωνίες υπήρχε
ταύτιση, αλλά και σήμερα ευλόγως τέμνεται η πορεία Δικαίου κι Ηθικής και το
Δίκαιο εκφράζει ένα ελάχιστο Ηθικής.Η σύγκριση Δικαίου κι Ηθικής τονίζει τις
εξής διαφορές: 1) Ο Σκοπός της Ηθικής είναι η Ηθική Τελείωση, στην Ορθόδοξη
Χριστιανική Ηθική, ακόμη πνευματικότερα: είναι η Εξομοίωση με το Θείο
(ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα ημετέραν και καθ’ομοίωσιν). Η Ηθική απευθύνεται
στον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο του Ανθρώπου, ενώ σκοπός του Δικαίου είναι η
ρύθμιση τηςΕξωτερικής Συμπεριφοράς, χωρίς να ενδιαφέρεται γιά τους λόγους γιά
τους οποίους οι Άνθρωποι συμμορφώνονται στο Δίκαιο (βλέπε και το έργο μου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ). Εν τούτοις κι η εξωτερική Συμπεριφορά έχει σημασία γιά
την Ηθική, εφόσον πηγάζει από Αγαθά Κίνητρα. Γιά παράδειγμα, η Ελεημοσύνη είναι
Ηθική Επιταγή, εφόσον πράγματι γίνεται από Συναισθήματα Αγάπης κι όχι ως
Κίνητρο επιδείξεως. Αντιστοίχως κι η επιλήψιμη Ψυχική Στάση, ως βαθμός
Υπαιτιότητας, έχει σημασία γιά το Δίκαιο, όπως κι η ενδιάθετη κατάσταση, η
Υποκειμενική Καλή Πίστη. 2) Η Ηθική προέρχεται από τη Συνείδηση του Ανθρώπου,
έτσι, οι Κανόνες της δεν είναι Ετερόνομοι κι είναι συνήθως αυστηρότεροι, λ.χ.
οι Κανόνες Δικαίου απαγορεύουν την Εκδικητικότητα και την Ανταπόδοση της
πρόκλησης Ζημίας, ενώ της Ηθικής επιτάσσουν και την Ευεργεσία προς τους
εχθρούς. & 3) Οι συνέπειες παραβίασης της Ηθικής είναι κι αυτές εσωτερικής,
ψυχολογικής φύσης: οι τύψεις της Συνείδησης, που οι Αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν
Ερινύες. Οι Κανόνες Δικαίου έχουν Υλικές Κυρώσεις, όπως η Φυλάκιση, η Χρηματική
Ποινή, ακόμη κι όταν δεν έχουν ΚυρωτικέςΣυνέπειες, η Παράβασή τους οδηγεί σε
δυσμενείς συνέπειες, όπως η Υποχρέωση Αποζημίωσης. Συνεπώς, οι Κανόνες Δικαίου
κι Ηθικής τέμνονται, αλλά δεν συμπίπτουν. Υπάρχουν Κανόνες Δικαίου που είναι κι
Ηθικής (απαγόρευση Ανθρωποκτονίας), υπάρχουν Κανόνες Δικαίου που δεν είναι
Κανόνες Ηθικής (Παραγραφή) κι υπάρχουν Κανόνες Ηθικής που δεν είναι και Δικαίου
(Ελεημοσύνη).Παραλλήλως δημιουργείται σε κάθε Οργανωμένη Κοινωνία μία
Τυποποιημένη Ηθική Συνείδηση: η Κοινωνική Ηθική κι έχει μεγάλη σημασία γιά το
Δίκαιο. Τα Ηθικά της Παραγγέλματα εντάσσονται στο Δικαιϊκό Σύστημα, διότι
προσδιορίζουν την έννοια της Αόριστης Νομικής -στον βαθμό που ο Νόμος
παραπέμπει σε αυτή- Έννοιας των Χρηστών Ηθών. Με την παραπομπή του Νόμου, οι
Κανόνες Κοινωνικής Ηθικής γίνονται Δευτερογενής Πηγή Δικαίου, που θα πρέπει
κάθε φορά να εξειδικευτεί ως προς το περιεχόμενο.Η σύγκριση Δικαίου κι Ηθικής
φαίνεται και στη σύγκριση Θετικού Δικαίου: των Κανόνων Δικαίου που ισχύουν σε
μία Κοινωνία και του Φυσικού Δικαίου: του Άγραφου Δικαίου, που εκπροσωπεί την
Ιδέα της Δικαιοσύνης. Πατέρας του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ο Αριστοτέλης, που
διακρίνει το Δίκαιο σε Νομικό, αυτό που ισχύει σε μία Πόλη και σε Φυσικό, που
έχει την ίδια ισχύ παντού: “του δε πολιτικού δικαίου το μεν φυσικόν εστί το δε
νομικόν, φυσικόν μεν το πανταχού την αυτήν έχον δύναμιν και ου τω δοκείν ή μη,
νομικόν δε ο εξ αρχής μεν ουδέν διαφέρει ούτως ή άλλως, όταν δε θώνται
διαφέρει” (Ηθικά Νικομάχεια, Ε 10, 1134 b 18 επ.).Η αντιπαραβολή Θετικού και
Φυσικού Δικαίου, Ηθικής και Δικαίου, φαίνεται όταν συγκρούονται. Γιά
παράδειγμα, η Παραγραφή που έχει τεθεί από το Θετικό Δίκαιο μπορεί να
αντίκειται στην Ιδέα της Δικαιοσύνης να εκπληρώνει ο καθένας τις Υποχρεώσεις
του και να μην τις απεμπολεί.Από τη μία μεριά, το Θετικό Δίκαιο εξυπηρετεί την
Ασφάλεια των Συναλλαγών και προστατεύει τον Πολίτη από τυχόν Αυθαιρεσίες όχι
τόσο του Φυσικού Δικαίου, αλλά εκείνων που το επικαλούνται. Από την άλλη μεριά,
η Ιδέα της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι η κατευθυντήρια γραμμή γιά την Προαγωγή
του Θετικού Δικαίου: πρέπει να τείνει στην Ιδέα της Δικαιοσύνης, γιά να
διορθώνει τις αναπόφευκτες, ατέλειες, γιά ένα Θετικό Δίκαιο το οποίο δεν
αδιαφορεί γιά το Φυσικό Δίκαιο.Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι υπάρχουν
περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας Κανόνας Δικαίου μπορεί να φτάνει να επιτάσσει
ή κάτι που είναι αντίθετο με την Ηθική ή στο οποίο έχουμε Ηθικά Διλήμματα στο
να το επιχειρήσουμε. Κατεξοχήν αυτά τα Ηθικά Διλήμματα φαίνονται στον χώρο της
Βιοηθικής: της Ηθικής που αναφέρεται στη Ζωή και στον Θάνατο. Η Ερμηνεία του
Δικαίου στηρίζεται σε 4 Αρχές/Μεθόδους:1) Γραμματική Ερμηνεία: η Γραμματική
Ερμηνεία έχει να κάνει με την κατανόηση του νομικού όρου ή της Πρότασης. 2)
Συστηματική Ερμηνεία: η Συστηματική Ερμηνεία βάζει την έννοια του νομικού όρου
σ' ένα πλαίσιο και βοηθά να μην γίνονται λάθη.3) Ιστορική Ερμηνεία: στην
Ιστορική Ερμηνεία δίνεται βάρος σε αυτό που ήθελε ο Νομοθέτης ως Αποτέλεσμα
όταν νομοθέτησε. 4) Τελολογική Ερμηνεία: στην Τελολογική Ερμηνεία προσπαθούμε
να υποθέσουμε τί θα έκανε σήμερα ο Νομοθέτης αν νομοθετούσε. Συνδέεται με κενά
του Νόμου που προκύπτουν από την αλλαγή των Κοινωνικών Συνθηκών.
Ο Hegel πραγματεύεται μέσα σε 360
παραγράφους τη Σχέση Φυσικού και Θετικού Δικαίου, την αλληλεξάρτηση Δικαίου και
Περιβάλλοντος, τη διαφορά μεταξύ εξήγησης και δικαιολόγησης των Νομικών Θεσμών,
την Αυτονομία της Βουλήσεως, τη συμβολική και τη χρηστική άποψη της
Ιδιοκτησίας, την Ηθική, από τη σκοπιά του άλλου ως Ηθικότητα, τα στάδια της
Ηθικής Συνειδητοποίησης, τα θεμέλια και τους μηχανισμούς της Αστικής Κοινωνίας,
το Σύστημα των Αναγκών και τη Διαχείριση των Γνωμών μέσω της Πολιτικής, την
Κοινωνική Πρόνοια και τη Διαφήμιση, τις Συγκρούσεις των Τάξεων και την
Τυποποίηση της Εργασίας, το Πρόβλημα της παρουσίας των Νόμων σε γραπτό κείμενο
ή εθιμική αφήγηση, την Κριτική της Δικαστικής Λειτουργίας και την Αξιολόγηση
του Θεσμού των Ενόρκων, την Εκκοσμίκευση και τον ρόλο της Εκκλησίας, τους τρόπους
Στελέχωσης της Βουλής κι ανάδειξης του Ανωτάτου Άρχοντος, τις προϋποθέσεις
Επηρεασμού της Κοινής Γνώμης και τη ρευστότητα των Διεθνών Σχέσεων και τις
Λογικές και Κοσμοϊστορικές Εποχές του Δικαίου και του Πολιτισμού. Προτρέπει σε
μιά Αυτοσυγκράτηση εξίσου σημαντική με την επιθυμία γι' αλλαγές, στη
συνειδητοποίηση ότι η Κοινή Γνώμη είναι πυριτιδαποθήκη, ότι γιά να είναι μία
Μεταρρύθμιση επί τα βελτίω πρέπει πρώτα να εκτιμηθεί η αξία του προϋπάρχοντος
κι ότι καμία Χώρα δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει Παράδεισος. Ο Hegel περισώζει
και διαφυλάττει κι αυτό τον καθιστά πιο επίκαιρο από ποτέ.
Η "Φιλοσοφία του Δικαίου", το
τελευταίο μείζον έργο του Hegel που δημοσιεύθηκε στη διάρκεια της ζωής του,
θεωρείται ευρέως το πλέον προσιτό κείμενο του Στοχαστή, ενώ από την έκδοσή του
(1820) μέχρι και σήμερα δεν έπαψε να βρίσκεται στο επίκεντρο των Φιλοσοφικών
και Πολιτικών Σπουδών, εμπνέοντας Γενιές κορυφαίων Διανοητών, μεταξύ των οποίων
καθοριστικά, τον Marx, στη διαμόρφωση των δικών του Κοσμογονικών Θέσεων γιά το
Κράτος και την Αστική Κοινωνία.
Τον 20ο αιώνα ο Κλάδος της Φιλοσοφίας του
Δικαίου γνώρισε διαρκείς ανατροπές, που εκδηλώθηκαν παράλληλα στην ηπειρωτική
Νομική Παράδοση και στον Αγγλοσαξονικό Χώρο.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ένταση, η
Συστηματικότητα και το βάθος των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων μεταξύ Αγγλοσαξώνων
Στοχαστών οδήγησε, με τη συνδρομή της ευρυτάτης διάδοσης του γλωσσικού
εργαλείου, στη σταδιακή επικράτηση των Όρων της Φιλοσοφικής Συζήτησης που αυτοί
έχουν θέσει και στις Χώρες της ηπειρωτικής Παράδοσης. Με αυτήν τη μορφή η
Φιλοσοφία του Δικαίου άρχισε να έχει μία πρωτόγνωρη ουσιώδη επιρροή στη Νομική
Πράξη. Άρχισε να επηρεάζει καθοριστικά την Επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται
στο πλαίσιο ιδίως της Συνταγματικής Δικαιοσύνης και της δικαιολόγησης των
Νομοθετικών Επιλογών. Ωστόσο, το πεδίο του Παγκοσμιοποιημένου αυτού Διαλόγου
παραμένει ακόμη εν πολλοίς απρόσιτο στους νέους Νομικούς των ηπειρωτικών
Συστημάτων, καθώς τα Προγράμματα Σπουδών εστιάζουν σε μία Κλαδική Ύλη,
οργανωμένη με τρόπο που ανάγεται σε παλαιότερες στιγμές της ηπειρωτικής
Παράδοσης. Γι' αυτό Μαθησιακοί Στόχοι του συγκεκριμένου Μαθήματος είναι:Να
μυηθούν οι Φοιτητές στις εξελίξεις της Νομικής Σκέψης, που έχουν δώσει τα
τελευταία 60 χρόνια δυναμικό ρόλο στη Φιλοσοφία του Δικαίου, ιδίως στον
Αγγλοσαξονικό Χώρο.Να εξοικειωθούν με τη Τεχνική Ορολογία των Συζητήσεων, ώστε
να καταστεί εφικτό να ωφεληθούν και να συμβάλλουν στην Επιστημονική Έρευνα και
Διάλογο, που εξελίσσεται σε διεθνές επίπεδο.Ν' αποκτήσουν διανοητικό εξοπλισμό
που θα τους επιτρέψουν να γεφυρώσουν στη Σκέψη τους τις διαφορετικές
Παραδόσεις.Ν' αποκτήσουν σαφή επίγνωση της κρισιμότητας και του καθοδηγητικού
ρόλου της Φιλοσοφικής Επιχειρηματολογίας γιά τη Νομική Πράξη, ιδίως μέσα από
την ανάδειξη του Πρακτικού Χαρακτήρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου και την
επίδρασή της στη Πρακτική Μέθοδο των Νομικών. &Ν' αναδείξει τα Ηθικά και
Πολιτικά Διακυβεύματα, που υποκρύπτουν οι Νομικές Διχογνωμίες και να τους
εμφυσήσει Αίσθημα Ευθύνης γιά την ερμηνευτική τους στάση.
Κανονιστικότητα.
Οι Νόμοι κι οι Ηθικές Επιταγές μαζί
συνιστούν την Κανονιστικότητα. Η Κανονιστικότητα είναι εκείνη η κατάσταση που
δεν μας αφήνει την επιλογή αν θα πράξουμε έτσι ή αλλιώς. Η Κανονιστικότητα, ως
μιά ανώτερη κατηγορία Γένους, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί αν δούμε τις λεπτομέρειες
που παρουσιάζουν οι Νόμοι κι οι Ηθικές Επιταγές.Υπάρχουν περιπτώσεις που το
Δίκαιο κι η Ηθική συμπίπτουν, δεν είναι όμως πάντοτε αναγκαίο. Έτσι, μπορεί μία
Πράξη να είναι Παράνομη, να επιδοκιμάζεται όμως Ηθικά. Γιά παράδειγμα, μπορεί
να είναι Ηθικά αποδοκιμαστέα Πράξη, η Έξωση ενός Ενοικιαστή με παιδιά που δεν
πληρώνει το Αντίτιμο του Ενοικίου στον Ιδιοκτήτη, όμως σύμφωνα με το Δίκαιο
είναι ορθή. Μία Πράξη μπορεί ν' αντίκειται στους Κανόνες Δικαίου, αλλά να είναι
Ηθικά ορθή. Έτσι, στην τραγωδία "Αντιγόνη" του Σοφοκλέους, η Παράβαση
από την Αντιγόνη της Απαγόρευσης του Κρέοντος να θάψει τον αδελφό της, ναι μεν
ήταν Παράνομη από άποψη Θετικού Δικαίου, αλλά επιδοκιμάζεται απόλυτα κι ανά
τους αιώνας, διότι συνάδει απόλυτα με την Ηθική και τις Αρχές της Απόδοσης
Τιμών στους Νεκρούς. Το ιδανικό θα ήταν το Δίκαιο να συμβαδίζει με την
Κοινωνική Ηθική. Οπωσδήποτε, ο Σκοπός του Δικαίου επιτυγχάνεται με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο όταν επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή Κοινωνική Συναίνεση. Αυτή η
κοινωνική συναίνεση επιτυγχάνεται μ' ενημερωμένους κι Ενεργούς Πολίτες που
γνωρίζουν τα Κοινωνικά Προβλήματα και τις τρέχουσες και μελλοντικές Ανάγκες της
Κοινωνίας και συμφωνούν ή διαφωνούν με έναν Νόμο που θεσπίζει η Πολιτεία κι
εκφράζουν άφοβα και δημόσια τις απόψεις τους αναφορικά με το Δίκαιο.
Το Άγραφο Δίκαιο (Εθιμικό Δίκαιο) είναι σε
αρκετές περιπτώσεις η βάση του Γραπτού Δικαίου, δεν αποτελεί όμως Ρυθμιστικό
Παράγοντα της Συμπεριφοράς των Μελών των Σύγχρονων Κοινωνιών. Στις ημέρες μας
όταν αναφερόμαστε στο Δίκαιο, εννοούμε το σύνολο των Γραπτών Κανόνων: των Νόμων
που θεσπίζει το Κράτος. Πολλοί μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτό περιορίζει την
Ελευθερία μας. Κάθε Μέλος της Κοινωνίας επιδιώκει να καλύψει τις Ανάγκες του
και να έχει όσον το δυνατόν μεγαλύτερα Οφέλη από κάθε Δραστηριότητα και πρωτίστως
επιδιώκει να εξυπηρετεί τα δικά του Συμφέροντα. Ωστόσο, η Δραστηριότητά του
μπορεί να στραφεί εναντίον άλλων Μελών της Κοινωνίας και να παραβιάσει τη δική
τους Ελευθερία. Η Αυθαιρεσία κι η Ασυδοσία καταπολεμούνται με την εφαρμογή των
Κανόνων Δικαίου, η οποία εξασφαλίζει την αρμονική Κοινωνική Ζωή.
Γι' αυτόν τον λόγο το Δίκαιο, στο σύνολο των
Κανόνων Δικαίου που ρυθμίζει την Κοινωνική Ζωή, μας προστατεύει από την
Ασυδοσία, καθώς θέτει τα Κριτήρια της ορθής Κοινωνικής Συμπεριφοράς και τα όρια
στα οποία μπορεί να κινηθεί, το κάθε Μέλος της Κοινωνίας, εφαρμόζοντας Κυρώσεις
που πρέπει να ισχύουν γιά όλους, στις περιπτώσεις παραβίασης των Κανόνων
Δικαίου.
Ζητήματα Δικαίου κι Ηθικής, τίθενται και
στον Τομέα Βιοτεχνολογίας. Έτσι, έχουμε την κλωνοποίηση, την εξωσωματική
γονιμοποίηση, την επέμβαση στο ανθρώπινο γονίδιο κλπ. Σε αυτόν τον ραγδαία
εξελισσόμενο Τομέα, το Δίκαιο καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο, διότι πρέπει
να θέσει τα όρια και τους Όρους όσον αφορά στην ανάπτυξη κι εφαρμογή αυτών των
Εφευρέσεων. Ο Νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη την Ηθική, θα πρέπει να διαμορφώσει
το Δίκαιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να τεθούν τ' απαραίτητα όρια στη διαχείριση της
Ισχύος που μπορεί να προκύψει από τις προαναφερθείσες ή κι άλλες Τεχνολογίες κι
Εφευρέσεις.
Γενικά, όταν έχουμε Συγκρούσεις Δικαίου κι
Ηθικής σε διάφορους Τομείς της ζωής, ο Νομοθέτης βρίσκεται στο δίλημμα και τον
προβληματισμό ποιά κριτήρια είναι εκείνα που πρέπει ν' ακολουθήσει,
προκειμένου, γιά παράδειγμα, οι Επιστημονικές και Τεχνολογικές Εφευρέσεις να
μην αντίκεινται στις Ηθικές Αξίες μίας Κοινωνίας και γενικότερα της
Ανθρωπότητας.Σε περίπτωση σύγκρουσης της Επιστήμης και της Τεχνολογίας με το
Δίκαιο και την Ηθική, δεν αρκεί να επικαλεστούμε την Ατομική Ευθύνη των
Επιστημόνων, αναφορικά με τις Ανακαλύψεις, Εφευρέσεις και τις συνέπειες που
αυτές επιφέρουν στην Κοινωνία. Δεν αποτελεί τη λύση στο Πρόβλημα της Σύγκρουσης
Δικαίου κι Ηθικής με την Επιστήμη και την Τεχνολογία. Σε κάθε περίπτωση, η λύση
αυτών των Προβλημάτων δεν μπορεί να είναι μόνο Νομική και δεν μπορεί να βρεθεί
μόνο με τη θέσπιση των κατάλληλων Κανόνων Δικαίου. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, η
φύση των Επιστημονικών και Τεχνολογικών Ανακαλύψεων και να θεσπιστούν οι
κατάλληλοι Σύγχρονοι Κανόνες Δικαίου που θα προσαρμόζονται στα νέα επιστημονικά
και τεχνολογικά ευρήματα και δεδομένα. Στις Σύγχρονες Κοινωνίες, όπου υπάρχουν
εμφανέστατες Ταξικές Διαφορές και τα πάντα εμπορευματοποιούνται, το Δίκαιο δεν
μπορεί από μόνο του να προασπίσει τις Αρχές της Ηθικής. Θα πρέπει ν' αποδωθούν
κι οι Ατομικές Ευθύνες σ' Επιστήμονες και Πολιτικούς, στις περιπτώσεις που αυτό
είναι αναγκαίο, προκειμένου όλα τα Μέλη της Κοινωνίας να βοηθήσουν στην
Προάσπιση των Ηθικών Αρχών και στη διαφύλαξη της Κοινωνικής Συνοχής και
Δικαιοσύνης.
Νομική εκδοχή Κανονιστικότητας.
Η νομική εκδοχή της Κανονιστικότητας είναι
πιό ισχυρή από την ηθική εκδοχή της Κανονιστικότητας. Το Δίκαιο υπερασπίζει
Κοινωνικές Αξίες, όπως: της Ελευθερίας, της Αξιοπρέπειας, κλπ. Ο Νόμος κάθε
φορά εκπροσωπεί την προστασία κάποιων Αξιών και το αντίθετο της Αξίας είναι η Αυθαιρεσία.
Γιά να μπορεί να λειτουργεί έτσι ο Νόμος προϋπόθεση είναι να υπαγόμαστε όλοι
στον Νόμο. Εάν όλοι είμαστε υπό τον Νόμο, πρέπει να θέλουμε να συμβαίνει αυτό,
τότε ο Νόμος ο οποίος θέλουμε να έχει ισχύ πρέπει να ψάξουμε γιά το θεμέλιο της
ισχύος του. Αυτή είναι η Φιλοσοφία του Δικαίου.Γενικές Ικανότητες.Λήψη
αποφάσεων, Ομαδική εργασία, Παραγωγή νέων ερευνητικών Ιδεών, σεβασμός στη
Διαφορετικότητα και στην Πολυπολιτισμικότητα, επίδειξη Κοινωνικής,
Επαγγελματικής κι Ηθικής Υπευθυνότητας κι Ευαισθησίας σε θέματα φύλου, άσκηση
Κριτικής κι Αυτοκριτικής & προαγωγή της ελεύθερης, δημιουργικής κι
επαγωγικής Σκέψης.Η τοποθέτηση των Συγχρόνων Ρευμάτων στο κομβικό ζήτημα της
Σχέσης του Δικαίου με την Ηθική. Αφετηρία αποτελεί η εδραίωση των Θετικιστικών
Ρευμάτων κατά τον 19ο αιώνα. Οι επιμέρους θεματικές που αρθρώνονται γύρω από
αυτόν τον άξονα είναι: 1. Η εδραίωση του Νομικού Θετικισμού: Βρετανοί
Ωφελιμιστές -η εννοιοκρατία των Γερμανών Ρωμαϊστών- κι η Βουλησιαρχία των
Νομικών Προσταγών. 2. Η Αντιφορμαλιστική πρόκληση του Μεσοπολέμο: στροφή σε
Σκοπούς και Συμφέροντα: Θεσμοκρατία, Κοινωνική Μηχανική και Νομικός Ρεαλισμός.
3. Η ανασύνταξη του Θετικισμού (Hans Kelsen, H.L.A. Hart): αντιπαράθεση με το
αναγεννημένο Φυσικό Δίκαιο και τον Ρεαλισμό -αποστάσεις από τον Παραδοσιακό
Θετικισμό-, η επινόηση της Περιγραφικής Κανονιστικότητας. 4. Η διαμάχη γιά τη
διακριτική ευχέρεια του Δικαστή και τη φύση της Δικαιοδοτικής Πράξης: ο
Διάλογος Hart - Fuller, η έφοδος του Dworkin κατά του Θετικισμού κι η αμυντική
στάση του ήπιου Θετικισμού. 5. H διαμάχη γιά τη Φύση και τη Δεσμευτικότητα των
Κανόνων Δικαίου: μία σύγκρουση μέσα στο Θετικιστικό Στρατόπεδο και στην αξίωση
Ορθότητας και στον ηπειρωτικό Αντιθετικισμό. & 6. Οι εντεινόμενες
αποκλίσεις από τον Θετικιστικό Κανόνα: Οικονομική Θεωρία του Δικαίου, Θεωρίες
Αναλογικότητας και Στάθμισης και Ριζοσπαστικός Σκεπτικισμός (Critical Legal
Studies, Θεωρίες Βιοπολιτικής).
Θεωρητική Φιλοσοφία (Αριστοτέλης, Kant,
Hegel).
Η Θεωρητική Φιλοσοφία διαφέρει από την
Πρακτική Φιλοσοφία σε ό,τι αφορά τον Σκοπό. Αυτή η διάκριση στηρίζεται στον
στον Αριστοτέλη. Σκοπός της Θεωρητικής Φιλοσοφίας είναι η κατανόηση του Κόσμου
και το νόημα του βίου. Η ενασχόληση με τέτοια ζητήματα απορρέει ως αναγκαιότητα
από την έμφυτη ανθρώπινη τάση ν' αποκτήσει Γνώσεις. Τα θέματά της διαφέρουν
λόγω του γενικού και βασικού χαρακτήρα των από τα θεωρητικά θέματα των διαφόρων
συγκεκριμένων Επιστημονικών Κλάδων.
Πρακτική Φιλοσοφία (Αριστοτέλης, C.Wolff,
Rawls).Η Πρακτική Φιλοσοφία είναι το Τμήμα της Φιλοσοφίας, το οποίο αποτελείται
από τους Κλάδους: Ηθική, Φιλοσοφία του Δικαίου, Φιλοσοφία του Κράτους, Πολιτική
Φιλοσοφία και Φιλοσοφία της Οικονομίας. Η Πρακτική Φιλοσοφία, σε γενικές
γραμμές, έχει ως Αντικείμενο την Έρευνα του Ανθρωπίνου Πράττειν.
Η Πρακτική Φιλοσοφία αποτελείται από 3
Πεδία: την Ηθική, που συνδέεται άμεσα με την έννοια της Αιδούς, το Δίκαιο και
την Πολιτική (Πρωταγόρας, Πλάτωνος). Οι σχέσεις μεταξύ Ηθικής, Δικαίου και
Πολιτικής αποτελούν τη Φιλοσοφία του Δικαίου, πώς συναρτάται το Δίκαιο με δυό
άλλες μορφές Πρακτικής Δράσης. Σήμερα το Δίκαιο είναι Επιστήμη, διότι
στηρίζεται στο Αποδεικτικό μοντέλο κι όχι στην Ανθρώπινη Φρόνηση, όπως στην
Κλασική Εποχή, που ονομαζόταν Τέχνη.
Η Φιλοσοφία της Ηθικής (Αριστοτέλης, Στωικοί
Φιλόσοφοι) είναι το Τμήμα της Φιλοσοφίας, το οποίο έχει ως κυρία ενασχόληση την
αιτιολόγηση και θεώρηση του ηθικού πράττειν του Ανθρώπου. Στηρίζεται από
ιστορική άποψη στον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια). Αλλά ο Κικέρων χρησιμοποίησε
ως πρώτος την έκφραση Philosophia Moralis, εξ ου και Φιλοσοφία της Ηθικής.
Η Γενική Ηθική Επιστήμη αποτελεί έναν
Φιλοσοφικό Κλάδο, ο οποίος έχει το καθήκον να διατυπώσει κριτήρια γιά το καλό ή
το κακό πράττειν και ταυτοχρόνως ν' αξιολογήσει τα ελατήρια και της συνέπειές
του. Είναι βασικός Κλάδος της Εφαρμοσμένης (applied, application) Ηθικής, η
οποία ασχολείται υπό την ιδιότητα της Ατομικής (Προσωπικής) Ηθικής και της
Κοινωνικής Ηθικής, με τους Κανόνες σε όλα τα πεδία του βίου.
Ως Φιλοσοφικός Κλάδος, η Ηθική στηρίζεται αποκλειστικά στην Αρχή της Νοημοσύνης και τοιουτοτρόπως διαφέρει από τη Θεολογική Ηθική, η οποία θεωρεί ως βάση των Ηθικών Αρχών τη Βούληση του Θεού κι έχει άμεση σχέση με την Αποκάλυψη και την Πίστη, δηλαδή με τον Μυστικισμό.