ΦΙΛΟΚΑΛΟῦΜΕΝ ΤΕ ΓὰΡ ΜΕΤ᾽ ΕὐΤΕΛΕΙΑΣ ΚΑὶ ΦΙΛΟΣΟΦΟῦΜΕΝ ἄΝΕΥ ΜΑΛΑΚΙΑΣ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾽ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας.

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾽ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. (2.40.2) ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. (2.40.3) διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. (2.40.4) καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾽ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ᾽ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. (2.40.5) καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.

(2.41.1) ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ᾽ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ᾽ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ᾽ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ᾽ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. (2.41.2) καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. (2.41.3) μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ᾽ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ᾽ ἀξίων ἄρχεται. (2.41.4) μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ᾽ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. (2.41.5) περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.

Ήτοι: (2.40.1) Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένουμε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί. Τον Πλούτο μας τον έχομε γιά να τον χρησιμοποιούμε σ' Έργα κι όχι για να τον καυχιόμαστε. Δεν θεωρούμε ντροπή τη φτώχεια. Ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας. (2.40.2) Οι ίδιοι, εμείς, φροντίζομε και τις Ιδιωτικές μας Υποθέσεις και τα Δημόσια Πράγματα κι ενώ ο καθένας μας φροντίζει τις δουλειές του, τούτο δεν μας εμποδίζει να κατέχομε και τα Πολιτικά. Μόνο εμείς θεωρούμε πως είναι όχι μόνον αδιάφορος, αλλά κι άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται στα Πολιτικά. (2.40.3) Εμείς οι ίδιοι κρίνομε κι αποφασίζομε γιά τα Ζητήματά μας και θεωρούμε πως ο Λόγος δεν βλάφτει το Έργο. Αντίθετα, πιστεύομε πως βλαβερό είναι το να αποφασίζει κανείς χωρίς να έχει φωτιστεί. Διαφέρομε από τους άλλους και σε τούτο. Είμαστε τολμηροί κι όμως ζυγίζομε καλά την κάθε Επιχείρησή μας, ενώ τους άλλους η Άγνοια τους κάνει θρασείς κι η Γνώση αναποφάσιστους. Εκείνοι πρέπει να κρίνονται γενναιότεροι, όσοι ξέρουν καλά ποιό είναι το ευχάριστο και ποιό το φοβερό κι όμως δεν προσπαθούν ν᾽ αποφύγουν τον κίνδυνο. (2.40.4) και στη διάθεσή μας απέναντι στους ξένους διαφέρομε από τους πολλούς, διότι αποκτούμε Φίλους ευεργετώντας τους κι όχι περιμένοντας από αυτούς κάποιο καλό. Η Φιλία του Ευεργέτη είναι πιό σταθερή, διότι προσπαθεί να διατηρήσει τον Δεσμό του με τον άλλο, ενώ εκείνος που χρωστάει χάρη είναι λιγότερο πρόθυμος, θεωρώντας την Ευγνωμοσύνη του σαν Χρέος κι όχι σαν Συναίσθημα. (2.40.5) μόνοι εμείς σκορπούμε απλόχερα τις Ευεργεσίες μας, όχι από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς, αλλά από Φιλελεύθερη Γενναιοδωρία.

(2.41.1) με μιά λέξη, τολμώ να το πω, η Αθήνα είναι ο Διδάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας Πολίτης θα μπορούσε, με την μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά κι άξια έργα να κάνει σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής. (2.41.2) Ότι αυτό που λέω δεν είναι ρητορικός κομπασμός, αλλά η αλήθεια η πραγματική, το δείχνει η δύναμη της Πολιτείας που (2.41.3), μόνη απ' όλες τις άλλες Πόλεις, είναι ανώτερη από την φήμη της στην ώρα της δοκιμασίας, η μόνη που οι εχθροί της, όταν τους νικήσομε, δεν αγανακτούν επειδή κατατροπώθηκαν από αναξίους, η μόνη που οι Σύμμαχοί της δεν μπορούν να πουν ότι έχουν ανάξιο Αρχηγό. (2.41.4) την δύναμή μας δεν την αποκτήσαμε με άσημες, αλλά με λαμπρές πράξεις και γι' αυτό μας θαυμάζουν και θα μας θαυμάζουν πάντα, χωρίς να έχομε ανάγκη από έναν Όμηρο γιά να τραγουδήσει τις πράξεις μας ούτε από κανέναν άλλο ποιητή που θα μάγευε προσωρινά με τα ωραία του λόγια, αλλά θα ερχόταν αργότερα η Γνώση της Αλήθειας να μας ζημιώσει. Η τόλμη μας ανάγκασε την πάσα γη και θάλασσα να μας ανοίξουνε το διάβα και παντού στήσαμε Μνημεία αθάνατα γιά τα καλά ή τα κακά που μας έτυχαν. (2.41.5) γιά μία τέτοια Πατρίδα και για να μην τους την στερήσουν, οι γενναίοι αυτοί σκοτώθηκαν στη μάχη κι όσοι ζούμε φυσικό είναι να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οτιδήποτε γιά χάρη της.

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας, αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα. Ρητορική φράση του Περικλή που εκφώνησε στον Επιτάφιο λόγο του στον Κεραμεικό, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (2, 40,1).

Στο 40ο κεφάλαιο του Επιταφίου του Περικλή, που εκφωνήθηκε τον Χειμώνα του 431 π.Χ., στο τέλος του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου, με σκοπό να τιμήσει τους πρώτους πεσόντες και να εξυψώσει το ηθικό των Αθηναίων, διαβάζουμε τη φράση φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας. Ως έκφραση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ανάδειξης μίας συνετής και σοβαρής ενέργειας με ταυτόσημη αντίληψη των Αρχαίων Αθηναίων.

Μία φράση αρκετά γνωστή λόγω της επίμαχης λέξης, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται κατά κόρον και ποικιλοτρόπως, γιά να καλύψει πολλές πτυχές της ζωής του Νεοέλληνα.

Στα χρόνια του Περικλή η λέξη είχε εντελώς διαφορετικό νόημα και σήμαινε τη μαλθακότητα, τη νωθρότητα.

Γενικότερα, η διάθεση του, στο συγκεκριμένο Κεφάλαιο, είναι να τονώσει τον Πατριωτισμό και το αίσθημα Υπερηφάνειας των Συμπολιτών του σε αυτή την κρίσιμη ώρα γιά την πόλη τους. Έτσι, με αυτή του τη φράση τονίζει την Καλαισθησία που κυριαρχεί στη ζωή των Αθηναίων συνοδευόμενη από μέτρο κι απλότητα, όπως υποδεικνύεται από την φράση μετ’ ευτελείας.

Όταν ο Περικλής μιλά γιά Λιτότητα, στην Αθήνα του Χρυσού αιώνος, που ξεχώριζε γιά τα επιβλητικά Οικοδομήματα και τους μεγαλοπρεπείς Ναούς, ο Περικλής εννοεί την Λιτότητα και την αποφυγή σπατάλης, σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικές κατοικίες και την ενδυμασία των Αθηναίων. Περαιτέρω, ο Περικλής θέλει να τονίσει ότι οι Αθηναίοι είναι καλλιεργημένοι κι ασχολούνται με τις Επιστήμες, τα Γράμματα και τις Τέχνες, χωρίς να έχουν γίνει μαλθακοί, νωθροί και λιγότεροι αξιόμαχοι. Πρέπει να υπάρχει καλαισθησία με μέτρο, Απλότητα και Λιτότητα, ενώ με αυτή του τη φράση ο Περικλής θέλει να τονίσει ότι οι Αθηναίοι είναι καλλιεργημένοι κι ασχολούνται με τις Επιστήμες, τα Γράμματα και τις Τέχνες, όμως αυτό δεν τους έχει κάνει νωθρούς.

Η φράση φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας χρησιμοποιείται σκόπιμα από τον Θουκυδίδη. Απαντά εμμέσως στην κακοπροαίρετη κριτική που είχαν δεχθεί οι Συμπολίτες του από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η ενασχόληση με τα Γράμματα και τις Τέχνες οδηγούν τους Πολίτες στη μαλθακότητα και μειώνουν τον ανδρισμό τους.

Γενικότερα, οι Σπαρτιάτες είχαν αναπτύξει μιά αρνητική στάση για ό,τι σχετιζόταν με τη Γνώση, τη Φιλοσοφία, τις Επιστήμες και την καλλιέργεια του Πνεύματος. Η απαξιωτική στάση των Λακεδαιμονίων συνδέεται άμεσα με τη Μονομέρεια που τους διέκρινε, η οποία επέτασσε αποκλειστική απασχόληση με τη Στρατιωτική Εκπαίδευση και την πολεμική προετοιμασία, καθώς πίστευαν ότι η ενασχόληση του Ανθρώπου με την Πνευματική του Καλλιέργεια επιδρά αρνητικά στην επίδοση τους την ώρα της μάχης και τον καθιστά λιγότερο αξιόμαχο και γενναίο.