ΤΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 Τι αντιπροσωπεύει η Ελληνιστική Φιλοσοφία

(Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, 323 π.Χ. - 148 π.Χ.).

 

 

Καθηγητής Βασίλειος Γκίκας, Οικονομολόγος, Ακαδημαϊκός και Πολιτικός

" Τι αντιπροσωπεύει η Ελληνιστική Φιλοσοφία (Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, 323 π.Χ. - 148 π.Χ.)".

Τι αντιπροσωπεύει η Ελληνιστική Φιλοσοφία (Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, 323 π.Χ. - 148 π.Χ.).

Σκοπός μου είναι να παρακολουθήσουμε τις κυριότερες εξελίξεις στην Ελληνική Φιλοσοφία κατά την Περίοδο από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. ως το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 31 π.Χ. Σ' αυτούς τους 3 αιώνες, η Ελληνιστική Εποχή [από το ρήμα ἑλληνίζειν, που στην Αρχαιότητα σήμαινε το να μιλάς και να συμπεριφέρεσαι ως Έλλην, να μιμείσαι τους Έλληνες], ο Ελληνικός Πολιτισμός γνώρισε τεράστια εξάπλωση προς την Ανατολή, ύστερα από τις Κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, ο Ελληνικός Πολιτισμός διείσδυσε βαθιά στον Δυτικό Μεσογειακό Κόσμο με τη βοήθεια των Ρωμαίων Κατακτητών της Ελλάδας.

Σε όλο αυτό το διάστημα, η Φιλοσοφία παρέμεινε κυρίως Ελληνική Δραστηριότητα. Οι Στοχαστές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στον Ελληνιστικό Κόσμο ήταν οι Στωικοί, οι Επικούρειοι κι οι Σκεπτικοί. Σας παρουσιάζω μία Κριτική Ανάλυση των Ιδεών τους και των Μεθόδων της Σκέψης τους.

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία είναι μία Σχολή Σκέψης που προέκυψε στην Αρχαία Ελλάδα. Αποτελούνταν από διάφορες φιλοσοφικές τάσεις που έσπασαν τη Φιλοσοφική Παράδοση του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Η Περίοδος κυμαινόταν από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. μέχρι την Εισβολή των Ρωμαίων στη Μακεδονία το 148 π.Χ.

Αυτήν την Περίοδο οι Ελληνικές Πόλεις έχασαν την Κυριαρχία τους κι η Αθήνα έπαψε να είναι το Πολιτιστικό, Πολιτικό κι Εμπορικό Κέντρο της Μεσογείου.

Οι Πόλεις-Κράτη έδωσαν τη θέση τους στις Ελληνιστικές Μοναρχίες. Δημιουργήθηκε μία κατάσταση Πολιτικής Αστάθειας και τονίστηκαν οι διαφορές μεταξύ των Κοινωνικών Τάξεων.

Δεδομένων αυτών των συνθηκών, προέκυψε μία Σχολή Σκέψης που χαρακτηρίστηκε από την αντίθεση στην Πλατωνική Ακαδημία και στο Αριστοτελικό Λύκειο. Οι περισσότεροι Φιλόσοφοι της Εποχής έδιναν προτεραιότητα στην Πρακτική Συμπεριφορά, στην Ατομική και Κοινωνική Ευημερία, έναντι της Μεταφυσικής Μελέτης.

Κύρια χαρακτηριστικά γιά την Ελληνιστική Φιλοσοφία.

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία αποτελείται από πολλές Σχολές που, αν και δεν μοιράζονται τα ίδια Αξιώματα, έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Γι’ αυτό κατατάσσεται ως καθορισμένη Σχολή Σκέψης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι:

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία ασχολείται περισσότερο με την Ατομική Ευτυχία και την Προσωπική Ασφάλεια, παρά ν' αναζητά μία Καθολική Αλήθεια. Αυτό το ρεύμα Σκέψης αναζητά Ασφάλεια, λαμβάνοντας ως αναφορά τους αναλλοίωτους Νόμους της Φύσης και του Σύμπαντος. Προς τούτο επεξεργάζεται μία νέα Φυσική και μία νέα Ηθική Νατουραλιστικού και Κοσμοπολίτικου χαρακτήρα. Η Επιστημονική Σκέψη επικεντρώθηκε στην εφαρμοσμένη κι εξειδικευμένη Γνώση. Έτσι, οι Φιλόσοφοι της Ελληνιστικής Περιόδου ενδιαφέρθηκαν να λύσουν συγκεκριμένα Προβλήματα, παρά ν' αποκτήσουν μία Παγκόσμια Κατανόηση του Σύμπαντος.

Εμφανίζεται ένας νέος τύπος Φιλοσοφίας, που βασίζεται στη Δράση: η Φιλοσοφία ως Θεραπεία. Στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, η έννοια της Ανθρωπότητας αλλάζει. Ο Αριστοτέλης μας συνέλαβε ως Αστικά Όντα, αφού η Ευημερία μας συνδέθηκε με την Αυτάρκεια της Πόλης. Όταν κατέρρευσε η Πόλη, οι Άνθρωποι άρχισαν ν' αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως Κοινωνικά Όντα, αφού ήταν πλέον Υπεύθυνοι γιά την εκπλήρωση της ζωής τους, ως εγγενή μέρη της Ανθρωπότητας και της Φύσης.

Καθώς η Μεταφυσική πήγε σε δεύτερη μοίρα, πλέον ο Φιλόσοφος είναι κάποιος που ξέρει πώς να ζει. Με την πτώση της Αφηρημένης Σκέψης, η Φιλοσοφία άρχισε να χωρίζεται σε 3 συγκεκριμένους Κλάδους: την Ηθική, τη Φυσική και τη Λογική.

Σχολές γιά την Ελληνιστική Φιλοσοφία.

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση διαφορετικών Σχολών, στις οποίες υπάρχουν πολλές αλληλοεπιδράσεις, αλλά και πολλές πολεμικές.

1) Κυνισμός. Ο Κυνισμός ήταν μία Φιλοσοφική Σχολή που εμφανίστηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στην Αρχαία Ελλάδα. Δεν δίνει προτεραιότητα στα υπάρχοντα και, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η Ευτυχία βρίσκεται στη Λιτότητα, σε μιά απλή κι αρμονική συνύπαρξη με τη Φύση. Κατά την άποψη του Κυνισμού, τ' Ανθρώπινα Όντα κουβαλούν μέσα τους αυτό που χρειάζονταν γιά να είναι Ευτυχισμένα. Ως εκ τούτου, απορρίπτουν τα Πλούτη και κάθε μορφή Υλικής Ανησυχίας. Το Άτομο με λιγότερες Ανάγκες ήταν πιό ελεύθερο κι ευτυχισμένο.

Οι Κυνικοί παρεμβάλλονται μεταξύ του Σωκράτη και της Στωικής Φιλοσοφίας. Είναι περιπλανώμενοι Σοφοί, που απορρίπτουν τις Παραδοσιακές Συμβάσεις κι ανατρέπουν κάθε είδους Βεβαιότητες: τις Κοινές και τις Εθιμικές. Έχουν Αντικοινωνική Συμπεριφορά, ζουν με τρόπο Λιτό κι Αντισυμβατικό. Περιφρονούν τις Επιστήμες και κάνουν χρήση της Ειρωνείας, του Σκανδάλου και του Σαρκασμού στην Ηθική Κριτική που ασκούν. Αυτό που τους απασχολεί είναι η εξάλειψη της Επιθυμίας κι η εξασφάλιση, μέσω της Αυτάρκειας, της Απάθειας και της Εσωτερικής Ελευθερίας, του απλού τρόπου ζωής, που οδηγεί στην Ευδαιμονία. Όπως ο Σωκράτης, οι Κυνικοί θεωρούν την Αρετή Διδακτή κι αρέσκονται στο κατ' ἀρετὴν ζῆν. Δίνουν έμφαση στην Εσωτερική Αναζήτηση της Αλήθειας (γνῶθι σαὐτόν) κι επιδιώκουν την απαλλαγή από τις Υλικές Απολαύσεις, καταφρονούν τον Πλούτο, τη Δόξα και την Ευγένεια.

Οι κύριοι Στοχαστές της ήταν ο Αντισθένης ο Kυνικός από την Aθήνα, Μαθητής του Σωκράτη, ο Διογένης ο Kυνικός από τη Σινώπη, ο Κράτης ο Θηβαίος, τ' αδέλφια Mητροκλής κ' Iππαρχία, ο Μένιππος ο Γαδάρας κι ο Δημήτριος ο Κυνικός.

2) Κυρηναϊκή Σχολή. Ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., ήταν ένα ρεύμα που εστίαζε σε Ζητήματα Ηθικής. Γιά τους Κυρηναίους, το Καλό στη ζωή ταυτίζεται με την Ευχαρίστηση, αν κι αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό ως Πνευματική Απόλαυση. Όσον αφορά τη Θεωρία της Γνώσης τους, οι Κυρηναίοι υπερασπίστηκαν ότι ήταν Υποκειμενική (κατάλληλη γιά το άτομο) κι Αισθησιοκρατική (που αποκτάται μέσω των αισθήσεων).

Οι κύριοι Εκπρόσωποί της ήταν ο Αρίστιππος, ο Πτολεμαίος της Αιθιοπίας, ο Αντίπατρος ο Κυρηναίος, ο Αρίστιππος ο Νεότερος, ο Θεόδωρος ο Άθεος κι ο Ηγεσίας ο Κυρηναίος.

3) Επικούρεια. Ο Επικουρισμός ήταν ένα Φιλοσοφικό Δόγμα που ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. στην Ελλάδα και στη Ρώμη. Υποστήριξε ότι η Ευτυχία αποκτάται μέσω της έξυπνης ικανοποίησης των Απολαύσεων. Κατανοούσε την Ευτυχία ως την απουσία πόνου ή οποιουδήποτε είδους ταλαιπωρίας (όπως πείνα, σεξουαλική ένταση, πλήξη).

H Φιλοσοφία του Επίκουρου στηρίζεται στη Φιλία, που ενώνει μεταξύ τους τα Μέλη της Κοινότητας, η οποία αποτελεί το Πρότυπο της Πρωτοχριστιανικής Κοινότητας της Αγάπης. Αποσκοπεί ν' απαλλάξει τον Άνθρωπο από τους παράλογους μεταφυσικούς φόβους -όπως ο φόβος του θανάτου- κι υποστηρίζει πως η ἡδονή είναι η αρχή και το τέλος της ευτυχισμένης ζωής. Η Ηδονή εννοείται από τον Επίκουρο ως απουσία σωματικού ή ψυχικού πόνου. Είναι το Απόλυτο Αγαθό που το επιδιώκουν όλα τα Έμψυχα Όντα, ενώ ο πόνος είναι το Απόλυτο Κακό, που το αποφεύγουν όλοι. H ανάπτυξη μίας Φρόνησης, που αξιολογεί τις Ηδονές σε Κατώτερες κι Ανώτερες, εμποδίζει τον Άνθρωπο να επιδίδεται αποκλειστικά στις πρώτες. Διακρίνοντας ποιότητες Ηδονών, ο Επίκουρος καθιστά την Ηδονή το μέσον γιά την Ευδαιμονία, η οποία είναι ο Σκοπός (Τέλος) της ζωής και ταυτίζεται με την Αταραξία και την Ψυχική Ηρεμία, ποί επιτυγχάνεται με μια Στάση Ζωής, που συνοψίζεται στη φράση Λάθε βιώσας (Zήσε στην αφάνεια).

Οι κύριοι Στοχαστές αυτού του Κινήματος ήταν ο Επίκουρος, ο Μητρόδωρος ο Λάμψακος, ο Ερμάρχος ο Μυτιληναίος, ο Αμαφάνιος, ο Κάκιος, ο Ζήνων ο Σιδώνας, ο Φιλόδημος ο Γαδάρας, ο Λουκρήτιος, ο Αδριανός κι ο Διογένης ο Οινοάνδας.

4) Στωικότητα. Ο Στωικισμός ήταν ένα Φιλοσοφικό Δόγμα που ιδρύθηκε το 311 π.Χ. Αναφέρει ότι όλη η Πραγματικότητα πρέπει να μελετηθεί με βάση 3 Κλάδους: Λογική, Φυσική κι Ηθική.

Από τις σημαντικότερες Φιλοσοφικές Σχολές των Ελληνιστικών Χρόνων, ο Στωικισμός γεννήθηκε την Εποχή της σκληρής δοκιμασίας των Ελληνικών Πόλεων, μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τη Μακεδονική Μοναρχία.

Ιδρυτής του Στωικισμού είναι ο Ζήνων από το Kίτιο της Kύπρου (336/5 - 262 π.Χ.), ο οποίος το 301/300 π.X. βρέθηκε στην Αθήνα, όταν ναυάγησε το πλοίο του μ' Εμπορεύματα από τη Φοινίκη μπροστά στον Πειραιά. Υπήρξε Μαθητής του Κυνικού Κράτη, ο οποίος του δίδαξε την Αυτάρκεια και την Ανεξαρτησία του Πνεύματος. Ίδρυσε τη δική του Φιλοσοφική Σχολή στην Ποικίλη (Ζωγραφισμένη) Στοά, στον σκεπαστό Δημόσιο Χώρο Περιπάτου, τη ζωγραφισμένη από τον Πολύγνωτο κι άλλους Ζωγράφους, που βρισκόταν στο Ν.Α. μέρος της Αγοράς. Οι Οπαδοί του ονομάζοντο Ζηνώνειοι και στη συνέχεια Στωικοί, από τη Στοά, τον τόπο όπου δίδασκαν.

Οι Στωικοί ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γιά την Ηθική και την Πολιτική. Διδάσκουν ότι η πραγματική φύσις του Ανθρώπου συνίσταται στην εναρμόνισή της με την κατά φύσιν ζωή, στη Λογικότητά του (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν). Γιά τα Λογικά Όντα έχει αξία μονάχα ό,τι συμφωνεί με το Λογικό. H Αρετή είναι Αγαθό και μ' αυτήν επιτυγχάνεται η Ευδαιμονία του Ανθρώπου. Επειδή όμως μέσα μας έχουμε, εκτός από τις Λογικές Ορμές κι Άλογες, όπως τα Πάθη (ἡδονή, ἐπιθυμία, λύπη, φόβος) χρειαζόμαστε την ἀπάθεια γιά να ελευθερωθούμε από αυτά. H Φιλοσοφία είναι γιά τους Στωικούς Άσκηση Σοφίας, ενώ ο Σοφός κατέχει όλες τις Αρετές κι είναι το ιδανικό κάθε Τελειότητας.

H Ιστορία της Στοάς διαιρείται σε 3 φάσεις, Αρχαία, Μέση και Νέα.

Αρχαία Στοά: Ζήνων (336 - 262 π.X.), Χρύσιππος (281 - 208 π.X.), Κλεάνθης (4ος/3ος αι. π.X.).

Μέση Στοά: Παναίτιος o Ρόδιος (185/80 - 110/9 π.X.), Ποσειδώνιος από την Aπάμεια της Συρίας (135-51/50 π.X.). &

Νέα Στοά: Σενέκας (±4 π.X. - 65 μ.Χ.), Eπίκτητος (55 - 13Μάρκος) και Μάρκος Αυρήλιος (121 - 180 μ.Χ.). H Nέα Στοά αναπτύχθηκε στα Χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι κύριοι Εκφραστές του ήταν ο Ζήνων ο Κίτιος, ο Αρίστων ο Χίος, ο Κλεάνθης, ο Χρύσιππος ο Σόλης, ο Ζήνων από την Ταρσό, ο Πανέτιος ο Ρόδιος, ο Ποσειδώνιος, ο Μάρκος Τούλλιος Κικέρων, ο Επίκτητος, ο Σενέκας κι ο Μάρκος Αυρήλιος.

5) Πυρρωνικός Σκεπτικισμός. Ο Πυρρωνισμός, ή Φιλοσοφικός Σκεπτικισμός, ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον Πύρρωνα. Η Αρχή αυτής της Σχολής ήταν ν' αμφισβητήσει οτιδήποτε μπορούσε να θεωρηθεί αληθινό. Σκοπός του ήταν να επιτύχει Αταραξία (να είσαι διανοητικά ατάραχος), η οποία επιτυγχάνεται με την Εποχή (Αναστολή της Κρίσης) σε μη προφανή θέματα (Θέματα Πεποιθήσεων).

Ο Σκεπτικισμός αποτελεί Κριτική Στάση απέναντι στη δυνατότητα κατάκτησης Βέβαιης Γνώσης του Κόσμου. Οι Σκεπτικοί υποστηρίζουν ότι οι Αισθήσεις κι η Νόηση παριστάνουν τα πράγματα όχι όπως είναι πραγματικά, αλλά όπως φαίνονται. H Γνώση δεν είναι βέβαιη, το ίδιο ισχύει και στην περιοχή της Ηθικής, όπου το Καλό και το Κακό είναι θέσει κι όχι φύσει. O Σκεπτικισμός συνδέεται με τη Διδασκαλία του Πύρρωνος (360 - 270 π.X.) από την Ήλιδα, που ήταν σύγχρονος του Αριστοτέλη. Γιά να επιτευχθεί η Ευτυχία, σύμφωνα με αυτόν, δεν πρέπει να έχουμε Πεποιθήσεις, Γνώμες, Κλίσεις, αλλά να τηρούμε την Εποχή, δηλαδή να μην εκφέρουμε Κρίση.

Στον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ. ο Σκεπτικισμός υιοθετείται και μεταφέρεται στην Πλατωνική Ακαδημία από τον Aρκεσίλαο (316 - 242 π.X.) και τον Καρνεάδη (214 - 129 π.X.). Αναζωπύρωση στον Σκεπτικισμό δίνει στους πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους ο Αινησίδημος (1ος αι. π.X.), ο οποίος προβάλλει το Πρότυπο του Σοφού, που ζει ευτυχισμένος, κατανοώντας πως ούτε από τις Αισθήσεις ούτε από τον Νου μπορούμε να έχουμε Βέβαιη Γνώση. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός στο έργο του Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις διασώζει τα επιχειρήματα των προηγούμενων Σκεπτικών, κυρίως τη Διδασκαλία του Πύρρωνα.

Οι Σκεπτικοί Φιλόσοφοι αμφισβητούν τη δυνατότητα βέβαιης Γνώσης κι Ορθής Πράξεως. Συνιστούν την ἐποχή: την Αναστολή της Κρίσης, ως Στάση Ζωής, που είναι ανάλογη με την ἀταραξία των Eπικουρείων και την ἀπάθεια των Στωικών.

Ο Σκεπτικισμός, γενικά, υπήρξε μία γόνιμη Φιλοσοφική Κίνηση που πρότεινε την Αμφιβολία ως Θεραπευτική Αγωγή των Ανθρώπων, όταν βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στα δύσκολα προβλήματα της ζωής. Πολέμησε τον Δογματισμό: την τάση των Ανθρώπων να δέχονται χωρίς συζήτηση Ιδέες και Θεωρίες και προώθησε την Κριτική Σκέψη.

Οι κύριοι Στοχαστές της ήταν ο Πύρρων, ο Τίμων ο Συλλογογράφος, ο Ενεσίδημος κι ο Σέξτος.

6) Εμπειρικός Νεοπλατωνισμός. Ο Νεοπλατωνισμός ήταν ένα Φιλοσοφικό Δόγμα που προσπάθησε να ενώσει τη Φιλοσοφία του Πλάτωνος με αυτή του Αριστοτέλη, του Πυθαγόρα, του Ζήνωνος του Κιτίου και του Ανατολικού Μυστικισμού.

Οι Ιδέες του επεκτάθηκαν μέχρι τον Μεσαίωνα κι οι κύριοι Στοχαστές του ήταν ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Τζάμβλιχος κι η Υπατία. Οι Νεοπλατωνικοί προσπάθησαν να συνδυάσουν τις Ιδέες του Αριστοτέλη και του Πλάτωνος.

Στους πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους διαμορφώνεται η Αλεξανδρινή Φιλοσοφική Σχολή, με κέντρο την Αλεξάνδρεια, η οποία αντιπαραθέτει στον Χριστιανισμό μία Φιλοσοφία που στηρίζεται στην Ελληνική Παράδοση, εμπλουτισμένη με ανατολικά στοιχεία. Αυτήν την Περίοδο παρατηρείται αναβίωση του Πλατωνισμού και ξεκινά μία σειρά Σχολιασμών γιά το έργο του Αριστοτέλη. To Ελληνικό Πνεύμα επηρεάζει τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της επίδρασης αίναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά (Μετάφραση των Εβδομήκοντα, O') κι η Φιλοσοφία του Φίλωνος Aλεξανδρέως (1ος αι. μ.Χ.).

O Νεοπλατωνισμός αναπτύσσεται στην Αλεξάνδρεια από τον Αμμώνιο Σακκά (175 - 242 μ.Χ.), και τον Μαθητή του Πλωτίνο (205 - 270 μ.Χ.) με τη σύνθεση της Πλατωνικής κι Αριστοτελικής Διδασκαλίας με ανατολικές Μυστικιστικές Δοξασίες. Είναι το τελευταίο Φιλοσοφικό Ρεύμα του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου. Οι Νεοπλατωνικοί Φιλόσοφοι επιδιώκουν να κάνουν σύνθεση Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Νεοπυθαγορικών και Στωικών απόψεων.

Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της Σχολής είναι ο Πλωτίνος (204/5 - 270 μ.Χ.), που γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου. Αφού περιπλανήθηκε στη Μέση Ανατολή πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά, ο οποίος δίδασκε εκεί την Πλατωνική Φιλοσοφία, έμεινε κοντά του 11 χρόνια. Στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου ιδρύει Φιλοσοφική Σχολή και διδάσκει στα Ελληνικά. Η Διδασκαλία του είναι προφορική, όμως από το 253/4 μ.Χ. αρχίζει να συγγράφει. Το έργο του με τίτλο Ἐννεάδες εκτείνεται σε 54 Πραγματείες, τις οποίες μετά τον θάνατό του εξέδωσε ο Μαθητής του Πορφύριος, καταγόμενος από την Tύρο, σ΄6 Ἐννεάδες, που η καθεμιά περιλάμβανε 9 Πραγματείες. O Πλωτίνος ήθελε να καταστήσει τον Άνθρωπο ικανό ν' αντιληφθεί τον Εσωτερικό του Κόσμο. Στο Φιλοσοφικό Σύστημα που διαμόρφωσε, προσπάθησε να συστηματοποιήσει τις Βασικές Διδασκαλίες της Κλασικής και της Ελληνιστικής Φιλοσοφίας, έχοντας ως θεμέλιο την έννοια του Θεού, που είναι το απόλυτο Εν, το Απόλυτο Αγαθό. Ο Θεός αυτός είναι Φιλοσοφικός, αφού συλλαμβάνεται ως Πρωταρχικό Ον κι απρόσωπη ύπαρξη, αλλά και θρησκευτικός, επειδή θεωρείται ως Υπερβατική Δύναμη που παράγει τα πάντα: τον Νου και την Ψυχή (οι 3 Πρώτες Υποστάσεις).

O Νεοπλατωνισμός αναπτύσσεται στη συνέχεια στις Σχολές της Συρίας (Iάμβλιχος, Σώπατρος, Δέξιππος, Σαλλούστιος, Θεμίστιος) και της Περγάμου (Aιδέσιος), στην Πλατωνική Ακαδημία Αθηνών, στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 6ου αι. μ.Χ. (Πλούταρχος, Συριανός, Πρόκλος, Δαμάσκιος) και στη Σχολή της Αλεξάνδρειας (Υπατία, Oλυμπιόδωρος).

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία κι η σημασία της γιά τον Σύγχρονο Άνθρωπο.

Η Ελληνιστική Φιλοσοφία προήλθε ως συνέπεια των Πολιτικών και Πολιτισμικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στην Αρχαία Ελλάδα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό το ρεύμα χαρακτηρίζεται από ρήξη με τη Φιλοσοφική Παράδοση του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Εξαιτίας αυτού, θεωρείται μία κίνηση Σκέψης με τα δικά της καθοριστικά χαρακτηριστικά.

Είναι η Ιδέα μίας Φιλοσοφίας Πρακτικής κι Ευεργετικής: μίας Φιλοσοφίας που υπάρχει γιά χάρη των Ανθρώπων, γιά να υπηρετήσει τις βαθύτερές τους ανάγκες, αντιμετωπίζει τα πιό επιτακτικά τους προβλήματα και τους οδηγεί σ' ένα μεγαλύτερο βαθμό Ευημερίας, βγάζοντάς τους από τη μιζέρια. Τούτη η Ιδέα μπορεί να καθηλώσει στη μελέτη της Ελληνιστικής Φιλοσοφίας έναν Διανοούμενο που αναρωτιέται τι σχέση έχει η Φιλοσοφία με τον Κόσμο.

Οι Ελληνιστικές Φιλοσοφικές Σχολές στην Ελλάδα και στη Ρώμη -Επικούρειοι, Σκεπτικοί και Στωικοί- συνέλαβαν τη Φιλοσοφία ως τρόπο αντιμετώπισης των πιό οδυνηρών προβλημάτων της ανθρώπινης ζωής. Είδαν τον Φιλόσοφο ως Συμπονετικό Ιατρό, του οποίου η τέχνη θα μπορούσε να θεραπεύσει πολλές σημαντικές πτυχές του ανθρώπινου πόνου.