Με αφορμή τη θλιβερή Επέτειο στο Δίστομο, έχω να παρατηρήσω πως εσκεμμένα ορισμένα Κακουργήματα τύπου Καλαβρύτων και Λιτοχώρου, από τους άλλους δυό Εταίρους της εδώ, επί 3,5, μόνο, χρόνια, Τριπλής Κατοχής, έχουν σκεπαστεί.
Θ' αναφέρω δύο
παραδείγματα. ένα από τους Ιταλούς κι ένα διπλό από τους Βουλγάρους, γιά να
γίνω πιό σαφής.
1. Δομένικο & 2.
Δοξάτο.
1. Δομένικο.
Η Σφαγή του
Δομένικου ή τ' Ολοκαύτωμα του Δομένικου αναφέρεται στην ολοκληρωτική καταστροφή
που υπέστη το χωριό Δομένικο της Λάρισας, στην Επαρχία της Ελασσόνος, στις
16-17 Φεβρουαρίου του 1943, από τις Ιταλικές Δυνάμεις Κατοχής, που, αφού το
πυρπόλησαν, στη συνέχεια προέβησαν με ωμή βία στην εκτέλεση 150 Κατοίκων.
Λίγες ημέρες πριν,
στο Αρχηγείο Ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Οξιά, είχε φθάσει η πληροφορία πως οι
Ιταλοί από την Ελασσόνα μαζί με Ιταλούς από τη Λάρισα θα κάνουν Εκκαθαριστικές
Επιχειρήσεις στον Όλυμπο. Έτσι, οι Αντάρτες αποφάσισαν να τοποθετηθούν στον
δημόσιο δρόμο και να χτυπήσουν μ' ενέδρα τους Ιταλούς στη θέση Μαυρίτσα, μεταξύ
Δομένικου-Μυλόγουστας.
Τρία Τμήματα
Ανταρτών συγκεντρώθηκαν και πήραν θέση στη Μαυρίτσα. Λίγο πριν απότο μεσημέρι,
Ιταλική φάλαγγα 6 αυτοκινήτων και δύο προπορευόμενων μοτοσικλετιστών με 130
περίπου Ιταλούς εμφανίσθηκε κινούμενη προς την Ελασσόνα. Η μάχη άρχισε και με
τα πρώτα πυρά ο ένας μοτοσικλετιστής σκοτώθηκε επιτόπου, ενώ ο άλλος κατόρθωσε
να διαφύγει προς τον Τύρναβο όπου ειδοποίησε γιά ενισχύσεις.
Σε λίγο
εμφανίστηκαν Ιταλικά αεροπλάνα που από χαμηλό ύψος πολυβολούσαν τους Αντάρτες
αναγκάζοντάς τους ν' αποχωρήσουν και να συμπτυχθούν προς τα ορεινά. Οι απώλειες
των Ιταλών ήταν 9 νεκροί, μεταξύ των οποίων ένας Αξιωματικός που υπέκυψε στα
τραύματά του στη Λάρισα το ίδιο απόγευμα, ενώ οι Αντάρτες είχαν 2 τραυματίες
που τους πήραν μαζί τους.
Στη συνέχεια, οι
Ιταλοί ειδοποιημένοι από το μοτοσικλετιστή κι ενισχυμένοι από τον Τύρναβο και
την Ελασσόνα κινήθηκαν προς το Δομένικο απ' όλες τις πλευρές.
Ιταλοί Στρατιώτες
με 40 αυτοκίνητα έφθασαν στη Μαυρίτσα, χωρίστηκαν σε 3 Φάλαγγες κι, αφού
χώρισαν το χωριό σε 3 Τομείς, μπήκαν σε αυτό, ενώ ένας άλλος Λόχος το
υπερφαλάγγισε από την πλευρά του Προφήτη Ηλία.
Μέχρι να μπουν στο
χωριό, όποιον έβρισκαν τον εκτελούσαν επί τόπου. Η πρώτη Φάλαγγα βρέθηκε στο
σπίτι του Γιάννη Καραγιάννη και του έβαλε φωτιά. Αυτό ήταν και το σύνθημα. Σε
λίγο όλο το χωριό καιγόταν.
Μεταξύ άλλων,
εκτέλεσαν τις Κωνσταντινίδου Βαρβάρα και Κερασίνα Μπαράκου, οι οποίες ήταν
άρρωστες και δεν μπόρεσαν ν' ακολουθήσουν τους υπόλοιπους.
Οι Δομενικιώτες
πιστεύοντας τα λόγια του τότε διορισμένου από τη Λεγεώνα, Προέδρου του χωριού,
Νίκου Χώτου, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και με την απειλή των πολυβόλων
οδηγήθηκαν στον τόπο της συμπλοκής στη Μαυρίτσα. Εκεί, οι Ιταλοί άρχισαν να
ξεχωρίζουν τους Άνδρες από 14 χρόνων και πάνω αφαιρώντας μόνο τους πολύ
ηλικιωμένους. Στη συνέχεια, διέταξαν τα γυναικόπαιδα να βαδίσουν προς το
διπλανό χωριό, Αμούρι, λέγοντας ότι τους Άνδρες θα τους πήγαιναν σε Στρατόπεδο
Συγκεντρώσεως στη Λάρισα.
Αμέσως μετά, με
ονομαστική κατάσταση που τους είχε παραδώσει ο Δωσίλογος Χώτος, έβγαλαν από τη
γραμμή τους αδελφούς Ζάγκα κι εκτέλεσαν πρώτα τον Γιώργο με στιλέτο, κόβοντάς
του την καρωτίδα, ενώ ο δεύτερος, ο Βαγγέλης, πιάνοντας το χέρι του Ιταλού
ζήτησε κι εκτελέστηκε με το τουφέκι. Στη συνέχεια, αφού εκτέλεσαν άλλους 20
περίπου, οδήγησαν τους υπόλοιπους σε άλλο σημείο. Καθοδόν, στη Μυλόγουστα (το
σημερινό Μεσοχώρι) έκαψαν άλλα 40 σπίτια και σκότωσαν όσους συνάντησαν,
περαστικούς ή εργαζόμενους στα κτήματά τους: 1 κάτοικο του Αμουρίου, 12
κατοίκους του Μεσοχωρίου και 5 του Δαμασίου.
Είχε ήδη βραδιάσει
όταν ήρθε η Διαταγή γιά την εκτέλεση από τον Εγκληματία Πολέμου, Διοικητή της
Μεραρχίας Πινερόλο, Αντιστράτηγο Μπενέλι. Χωρισμένοι σ' επτάδες οι κρατούμενοι
άρχισαν να εκτελούνται στο Καυκάκιο. Μόνο 6 κατάφεραν να σωθούν: ο Πέτρος
Κιάτος έσπρωξε τον Ιταλό σκοπό κι έτρεξε μέσα στα πουρνάρια προς το ποτάμι
χωρίς να τον βρουν οι σφαίρες ενώ οι άλλοι 5 (ο Γιώργος Κιάτος, ο Ευάγγελος
Ντάσιος, ο Χρήστος Κυπαρρίσης, ο Βασίλης Ζάγκας κι ο Σωτήρης Δισακόπουλος)
γλύτωσαν καθώς παρέμειναν κρυμμένοι κάτω από το σωρό των πτωμάτων των υπόλοιπων
εκτελεσθέντων.
Γι' Αυτό το
Κακούργημα ζητήθηκε η Ποινική Δίωξη των υπευθύνων: 1) του Ταγματάρχη Πεζικού
Antonio Festi, που ήταν Φρούραρχος και Διοικητής των Ιταλικών Δυνάμεων
Ελασσόνας, 2) του Συνταγματάρχη της Καραμπινιερίας κι Εθνοσύμβουλου, Fascio
Antonio Bali, που ήταν αυτός που διέταξε την πυρπόληση της Tσαρίτσανης και την
εκτέλεση 45 κατοίκων της στις 12-3-1943, 3) του Αντισυνταγματάρχη της
Καραμπινιερίας Antonio Tsigano και 4) του Διοικητή της Ιταλικής Μεραρχίας
Λάρισας Benelli.
Σύμφωνα με την
επίσημη Αναφορά του Διοικητή της Μεραρχίας Μπενέλλι, που ήρθε στο φως μέσα από
την Έρευνα της Λύντια Σανταρέλλι, Καθηγήτριας της Σύγχρονης Ιταλικής Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και του Έλληνα Ιστορικού, Κωστή
Κορνέτη, στ' Αρχεία της Μεραρχίας Πινερόλο, Διοικητής των Ιταλικών Δυνάμεων
στις Επιχειρήσεις του Δομενίκου ήταν ο υπεύθυνος Αξιωματικός τη βραδιά της
σφαγής, Αντισυνταγματάρχης Αντόνιο ντι Πάουλα, που προτάθηκε από τον Μπενέλλι
γιά Εύφημον Μνείαν, ενώ βαρύτατη είναι η ευθύνη του Στρατηγού Τζελόζο, που ήταν
Διοικητής του Σώματος του Ιταλικού Στρατού στην Ελλάδα, καθότι η Πολιτική των
Αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού, όπως αποδεικνύεται ξεκάθαρα από την
έρευνα της κας Σανταρέλλι, αποτέλεσε επίσημη τακτική του Ιταλικού Στρατού σε
όλα τα Βαλκάνια. &
2. Δοξάτο.
Δύο φορές οι
Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων του Δοξάτου.
Η πρώτη, με θύματα
500 Δοξατινούς (Άνδρες, Γυναίκες και παιδιά), έγινε την 30η Ιουνίου 1913.
Μετά την
απελευθέρωση των Σερρών, στις 29 Ιουνίου 1913, το 21ο Σύνταγμα της 7ης
Μεραρχίας διατάσσεται να κατευθυνθεί προς τη Δράμα και να συνεχίσει την
καταδίωξη των Βουλγάρων, που κατείχαν την περιοχή από τον Οκτώβριο του 1912. Το
πρωί της 30ης Ιουνίου, μιά Ίλη Ιππικού της 10ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού
Στρατού, μ' επικεφαλής τους Ταγματάρχες Μπίρνεφ και Σιμεόνοφ, συνεπικουρούμενη
από ένα Τάγμα Πεζικού κι Ομάδες Κομιτατζήδων, κυκλώνει το Δοξάτο (9 χιλιόμετρα
νοτιανατολικά της Δράμας). Σκοπός τους να σφάξουν και να λεηλατήσουν το πλούσιο
χωριό της Δράμας, που κατοικείται από Έλληνες Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Ως
δικαιολογία προβάλλουν το επιχείρημα ότι είχαν παρενοχληθεί από Ομάδες Ελλήνων
Προσκόπων (Στρατιωτικό Σώμα από Εθελοντές Απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα, 1904
- 1908).
Αμέσως, οι
Επιδρομείς άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όσους Δοξατινούς και Δοξατινές είχαν
απομείνει στο χωριό, με πρωτοστατούντες τους Κομιταζήδες. Στη συνέχεια
περιέλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια του Δοξάτου και το παρέδωσαν στις φλόγες. Με
τους Βουλγάρους συνενώθηκαν κι αρκετοί Μουσουλμάνοι του Δοξάτου, τους οποίους
οι Επιδρομείς έπεισαν ότι η Βουλγαρία κι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν
συμμαχήσει κατά της Ελλάδας.
Ο τραγικός
απολογισμός των Βουλγαρικών ωμοτήτων στο Δοξάτο ήταν 650 νεκροί (περίπου το 1/3
των κατοίκων), ενώ 240 σπίτια και 80 Καταστήματα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αφού
ολοκλήρωσαν το απάνθρωπο έργο τους, οι Επιδρομείς με τη λεία τους κατευθύνθηκαν
προς τα βόρεια.
Η πλούσια
Κοινότητα, με τα λαμπρά οικοδομήματα, καταστράφηκε.
Την επομένη, 1η
Ιουλίου 1913, το 21ο Σύνταγμα του Ελληνικού Στρατού κατέλαβε αμαχητί τη Δράμα
και το Δοξάτο κι ολοκλήρωσε την Απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.
Η σφαγή κι η
πυρπόληση του Δοξάτου απασχόλησε τον διεθνή Τύπο, που περιέγραψε με μελανά
χρώματα την εν γένει συμπεριφορά των Βουλγάρων.
Ο Άγγλος Πλοίαρχος
Κάρνταλ έγραψε στη Daily Telegraph: κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο
όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων
ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως εκ τούτου
δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των
ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη
απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις
το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των
επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά
εθανατούντο δια λογχισμών.
Ο Απεσταλμένος των
Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφοντ Πράις, παραθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες από
θύματα και αυτόπτες μάρτυρες της σφαγής: δεν ήτο δύσκολον να συναγάγη τις την
αλήθειαν περί του τι συνέβη εν Δοξάτω. Διεσώθησαν πολλά βασανισθέντα θύματα
όπως αφηγηθούν τα συμβάντα, εν οις και εις νεανίας (ο οποίος παρ’ όλους τους
δέκα λογχισμούς, τους οποίους έλαβεν, έζη ακόμη, καθώς και πολλά μικρά παιδία
εις το νοσοκομείον φέροντα τραύματα επί της κεφαλής, κατενεχθέντα διά της
σπάθης των Βουλγάρων ιππέων, καθ’ ήν στιγμήν κατεδίωκαν τα νήπια θύματά των δια
των αγρών. Οι πρώτοι παραστάντες επί τόπου Ευρωπαίοι συμφωνούν ότι ο ολικός
αριθμός των σφαγέντων δεν ήτο ολιγώτερος των 400 (πολλοί τους υπολογίζουν εις
600). Μερικά των πτωμάτων είχον ήδη ταφή, άλλα είχαν καή, αλλά τα υπόλοιπα
απέμενον εκτεθειμένα, μερικά δε μόλις εκαλύπτοντο δι’ ελαφρού τινός στρώματος
άμμου. Οι επισκέπται είδον σκύλους καταβροχθίζοντας ανθρωπίνους σάρκας, αυλάς
οικιών αχνιζούσας εκ του αίματος των θανατωθέντων ατυχών, λίθους επί των οποίων
διετηρούντο ακόμη υπολείμματα τριχωμάτων των κεφαλών των θυμάτων, αίτινες είχον
καταθραυσθή δια κτυπημάτων, δωμάτια, οι τάπητες των οποίων, αι ψάθαι και τα
προσκεφάλαια ήσαν καλυμένα με το αίμα των σφαγέντων, τοίχους δεικνύοντας τους
τύπους των όλων, δια των οποίων μια γυνή και εν παιδί είχον σταυρωθή.
Η Ιταλική
Εφημερίδα Il Secolo XIX περιγράφει την επιδρομή των Βουλγάρων: οι κάτοικοι
έντρομοι συλλέξαντες ό,τι πολύτιμον είχον ήρχισαν να φεύγωσιν προς Καβάλαν και
άλλοι δια της κοίτης του ξεροχείμαρρου προς τα όρη. Εκατοντάδες τινές
εκλείσθησαν εντός των οικιών. Αίφνης ενεφανίσθη βουλγαρικό ιππικό και ήρχισε
λυσσώδη καταδίωξη των φευγόντων. 400 Βούλγαροι στρατιώτες εισήρχοντο μ' εφ’
όπλου λόγχη, ακολουθούμενοι υπό δύο αμαξών, φορτωμένων με πετρέλαιον. Το ιππικό
εξ 120 ανδρών υπό των Μπίρνεφ και Συμεώνωφ κατεδίωκαν τους φεύγοντας άνδρας,
γυναίκες και παιδιά ρίπτοντες αυτούς καταγής διά σπαθισμών.
Τις βουλγαρικές
ωμότητες εκθέτει κι ο Απεσταλμένος της Ρωσικής Εφημερίδας Ρούσκιε Ούτρο,
Βλαντιμίρ Τορνόφ: αι ανθρωποθυσίαι αι διαπραχθείσαι υπό των Βουλγάρων υπήρξαν
φρικαλέαι. Εκατοντάδες αθώων πολιτών κατεσφάγησαν, αι δε διαρπαγαί υπήρξαν
κολοσσιαίαι. Είδομεν κατά γής εν μέσω ερειπίων χρηματοκιβώτια βιαίως
διερρηγμένα, ραπτομηχανάς κατεστραμμένας. Γυναίκες εθρήνων πικρώς και
συνέστρεφον τας χείρας εξ απογνώσεως. Είδον ιδίοις οφθαλμοίς παιδία πληγέντα
δια λογχισμών. Εις πλείστα μέρη συνηντήσαμεν σωρούς πτωμάτων εκτεθειμένων εις
τον καύσωνα του ηλίου και άλλα πτώματα κατά το ήμισυ ξεθαμμένα και των οποίων
οι πόδες, η κεφαλή και αι χείρες προέβαλον φρικαλέας εκ της γης.
Η δεύτερη σφαγή έγινε
την 29η Σεπτεμβρίου του 1941, όταν το Δοξάτο βρισκόταν, όπως κι όλη η Ανατολική
Μακεδονία και Θράκη, στην Κατοχή των Βουλγάρων, Συμμάχων των Γερμανών και των
Ιταλών.
Μετά την Γερμανική
Εισβολή στην Ελλάδα και την ακόλουθη επικράτηση της Βέρμαχτ, η Χώρα χωρίστηκε
σε 3 Ζώνες Κατοχής: Γερμανική, Βουλγαρική κ' Ιταλική. Η Βουλγαρία έλαβε την
Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (πλην ενός κομματιού του Νομού Έβρου κατά
μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων), περιοχές που από δεκαετίες αποτελούσαν
στόχο του Βουλγαρικού Αλυτρωτισμού κι είχαν περιέλθει βραχυπρόθεσμα υπό την
Κατοχή του Βουλγαρικού κράτους μετά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο και κατά τον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο (1916 - 1919).
Η Βουλγαρία
προσπαθούσε να της αναγνωριστεί η de jure προσάρτηση των εδαφών κι όχι απλώς η
κατάληψη τους, ενώ από την πλευρά της η Γερμανία, παρόλο που δεν δεχόταν την
επίσημη Προσάρτηση των εδαφών, γιά όσο θα κρατούσε ο πόλεμος, παραχώρησε
ελευθερία κινήσεων στις Βουλγαρικές Αρχές.
Η Βουλγαρική
Κατοχή συνοδεύτηκε από μία σειρά Ανθελληνικών Μέτρων: μεταξύ άλλων, καταλύθηκαν
οι Ελληνικές Αρχές κι απελάθηκαν οι Έλληνες Διανοούμενοι, Επιστήμονες,
Αρχιερείς, Κληρικοί και Δημόσιοι Υπάλληλοι, επιβλήθηκε η χρήση της Βουλγαρικής
γλώσσας με την ταυτόχρονη απαγόρευση της Ελληνικής και την επιβολή Προστίμων
στους Παραβάτες, τα Ελληνικά Σχολεία έκλεισαν κι αντικαταστάθηκαν από
Βουλγαρικά, απαγορεύθηκαν η κατοχή Ελληνικών βιβλίων Ιστορίας κι η λειτουργία
Ελληνικών Τυπογραφείων, ενώ οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν Βουλγαρικές
καταλήξεις στα επίθετά τους. Παράλληλα, εφαρμόστηκε τακτική Εποικισμού με
Βούλγαρους, στους οποίους δόθηκαν οι Περιουσίες των Ελλήνων που είχαν
εγκαταλείψει την περιοχή.
Γενικότερα, η
Βουλγαρία με τα σκληρά Μέτρα που ακολουθούσε σε βάρος του πληθυσμού, είχε στόχο
την de jure Προσάρτηση των Ελληνικών εδαφών στο Βουλγαρικό Κράτος.
Ο Νομάρχης της
Δράμας Basil Georgiev, σ' επιστολή του στο Βουλγαρικό Υπουργείο Εσωτερικών,
στις 15 Σεπτεμβρίου του 1941, ζητούσε την εκδίωξη του Ελληνικού Στοιχείου γιά
να ξεκινήσει ο Οικονομικός και Πολιτικός Εκβουλγαρισμός.
Η Γερμανική
Διοίκηση δυσανασχετούσε γιά Πολιτικούς, Υγειονομικούς κι Οικονομικούς λόγους με
τα Μέτρα των Βουλγαρικών Αρχών Κατοχής, που είχαν αναγκάσει χιλιάδες Έλληνες να
εγκαταλείψουν την Ανατολική Μακεδονία και να καταφύγουν στη Γερμανοκρατούμενη
Κεντρική Μακεδονία, σχεδόν χωρίς υπάρχοντα. Σύμφωνα με Βουλγαρικές εκτιμήσεις,
μέχρι τα τέλη του Θέρους του 1941 είχαν εγκαταλείψει τον Νομό Δράμας 25.000
Έλληνες, ενώ Ελληνική πηγή κάνει λόγο γιά περίπου 30.000 Πρόσφυγες από την
περιοχή της Καβάλας μέχρι το 1942.
Προετοιμασία της
Εξέγερσης.
Παράλληλα με τη
συγκρότηση και δράση Ανταρτικών Ομάδων στην περιοχή της Νιγρίτας και της
Αμφίπολης, που οδήγησαν αργότερα στη Σφαγή των Κερδυλίων, επικρατούσε
αναβρασμός στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου είχαν σημειωθεί
ορισμένες αντιστασιακές ενέργειες ήδη από το ξεκίνημα της Κατοχής ως αποτέλεσμα
της Δράσης του Μακεδονικού Γραφείου (Μ.Γ.) του ΚΚΕ, με προεξάρχοντα τον
Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής της Δράμας, Παντελή Χαμαλίδη, γνωστός και
με τα ψευδώνυμα Αλέκος κι Αρμένης.
Συγκεκριμένα, μ' ενέργειες
της Π.Ε. Δράμας συγκροτήθηκαν από το Θέρος του 1941 Αντάρτικες Ομάδες στους
ορεινούς όγκους της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίες στις αρχές Σεπτεμβρίου
αποτελούνταν από περίπου 200 ένοπλους.
Δεν είναι ακόμη
εξακριβωμένο αν η Απόφαση γιά το πέρασμα στην ενεργή ένοπλη δράση ήταν
αποτέλεσμα της Καθοδήγησης του Μ.Γ. του ΚΚΕ ή της Π.Ε. Δράμας. Πάντως, είναι
αποδεκτό πως η Εξέγερση εκδηλώθηκε δίχως την έγκριση των Κεντρικών Οργάνων του
ΚΚΕ.
Παράλληλα,
διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων ανάμεσα στον βασικό Οργανωτή της Εξέγερσης,
Χαμαλίδη κι άλλα Μέλη του Κόμματος, όπως π.χ. τον Γραμματέα του Μ.Γ. Απόστολο
Τζανή, ο οποίος αναφέρεται ότι ήταν αντίθετος στη γενίκευση της Ένοπλης Δράσης,
προσπαθώντας, σύμφωνα με μαρτυρίες, ν' αποτρέψει τη συμμετοχή χωριών των Σερρών
στην Εξέγερση, φοβούμενος τ' αντίποινα των Βουλγαρικών Αρχών Κατοχής.
Σύμφωνα με το
Στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, Θανάση Χατζή, το αρχικό Σχέδιο Δράσης περιλάμβανε
την οργάνωση σαμποτάζ με την ανατίναξη του ηλεκτρικού σταθμού της Δράμας και
δύο γεφυρών.
Η Εξέγερση κι η
Σφαγή της Δράμας ή τα Γεγονότα της Δράμας.
Ως Εξέγερση και
σφαγή της Δράμας ή τα Γεγονότα της Δράμας, αναφέρονται η Εξέγερση των Ελλήνων
ενάντια στην Βουλγαρική Κατοχή και τον επιχειρούμενο Εκβουλγαρισμό κι η Σφαγή
που ακολούθησε από τις Δυνάμεις Κατοχής.
Η Εξέγερση ξέσπασε
στις 28 Σεπτεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 2 Οκτωβρίου του 1941, ενώ μέχρι τις
5 του ίδιου μήνα, οι Βουλγαρικές Δυνάμεις εκτόπισαν τους Έλληνες Αντάρτες και
Πρόσφυγες από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους.
Απετέλεσε την
πρώτη Μαζική Λαϊκή Εξέγερση στον Ελλαδικό Χώρο κι ένα από τα πρώτα (αναφέρεται
κι ως το πρώτο) σ' Ευρωπαϊκή κλίμακα Κίνημα εναντίον του Άξονα.
Μετά την καταστολή
του Κινήματος ακολούθησαν μαζικά Αντίποινα, κυρίως στον Νομό Δράμας από τα
Βουλγαρικά Στρατεύματα Κατοχής.
Σφαγές κατά
Ελλήνων έλαβαν χώρα στην πόλη της Δράμας και στην ευρύτερη περιοχή, όπως στο
Δοξάτο, στη Χωριστή, στην Αδριανή, στην Προσοτσάνη, στα Κύργια κ.λπ., ενώ λίγοι
ήταν οι Οικισμοί που δεν είχαν νεκρούς.
Οι δύο σφαγές
μείωσαν κατά πολύ τον πληθυσμό και κατέστρεψαν τον Οικισμό με αποτέλεσμα μία
σημαντική Κωμόπολη του Νομού Δράμας να χάσει τη δυναμικότητά της.
Η Εξέγερση.
Η Εξέγερση
ξεκίνησε το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου από το Δοξάτο, όπου Αντάρτες από την
Κωμόπολη και τη γειτονική Χωριστή, υπό τον Χρ. Καλαϊτζή ή Καλαϊτζίδη,
επιτέθηκαν εναντίον του τοπικού Αστυνομικού Σταθμού, σκοτώνοντας μερικούς
Βούλγαρους Αστυνομικούς.
Οι επαναστατημένοι
επιτέθηκαν με παρόμοιο τρόπο σε περίπου 25 Οικισμούς: εκτέλεσαν Διορισμένους
Βούλγαρους Αξιωματούχους (Κοινοτάρχες, Κοινοτικούς Υπαλλήλους κλπ) κι Έλληνες
Συνεργάτες τους και χτύπησαν Αστυνομικά Τμήματα. Εντός της πόλεως της Δράμας οι
Επαναστάτες πέτυχαν ν' ανατινάξουν το ένα από τα δύο Εργοστάσια Ηλεκτροφωτισμού
και πέταξαν Προκηρύξεις. Πραγματοποιήθηκε αποτυχημένη επίθεση κατά του
σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ προσβλήθηκε, με μικρά αποτελέσματα, το Στρατόπεδο
του Σώματος Εφοδιασμού Πολέμου.
Παρόλο που οι
Αντάρτες κατάφεραν να καταλύσουν τις Βουλγαρικές Αρχές στην ύπαιθρο, απέτυχαν
να εκπληρώσουν τους Αντικειμενικούς τους Στόχους μέσα στη Δράμα, γεγονός που
οφείλεται στον κακό Επιχειρησιακό Σχεδιασμό και στη γρήγορη αντίδραση των
Βουλγάρων, εξαιτίας της πρόωρης σύγκρουσης στο Δοξάτο.
Η αποτυχία των
Ανταρτών στη Δράμα οδήγησε την Ηγεσία τους στην Απόφαση να εγκαταλείψει τον
Μαυρόβατο, που λειτούργησε τις πρώτες ώρες της Εξέγερσης ως Επιχειρησιακό
Κέντρο και να καταφύγει προς τα ορεινά.
Παράλληλα, Ομάδα
Σαμποτέρ υπό τον Β. Γερμανίδη προσπάθησε ν' ανατινάξει τη σιδηροδρομική γέφυρα
του Νικηφόρου, όμως απέτυχε εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης που προέβαλε το
Βουλγαρικό Φυλάκιο που είχε επιφορτιστεί τη φύλαξή της.
Σύμφωνα με τον
Ιστορικό Γκεόργκι Ντασκαλόφ, οι Επαναστάτες δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες
εναντίον Βουλγάρων αμάχων κι αιχμαλώτων. Επιπλέον, μετά την πρώτη αντίδραση των
Βουλγαρικών Δυνάμεων, η Απόφαση του Χαμαλίδη να μην υιοθετήσει Τακτική
Ανταρτοπόλεμου, αλλά να προσπαθήσει ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό σε μάχες εκ
παρατάξεως στέρησε από τους εξεγερθέντες οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας.
Η Βουλγαρική
Εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως μέχρι τις 2 Οκτωβρίου, ωστόσο η καταδίωξη των
Ανταρτών και των Πολιτών που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, συνεχίστηκε
μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου.
Η Σφαγή.
Από την 29η
Σεπτεμβρίου οι Βουλγαρικές Δυνάμεις αντιδρώντας μ' εξαιρετική σκληρότητα,
πέρασαν στην αντεπίθεση, ενώ η Εξέγερση εμφάνιζε σοβαρές αδυναμίες λόγω κακού
συντονισμού και ελλιπούς οπλισμού.
Ακολούθησαν
μαζικές σφαγές οι οποίες επεκτάθηκαν ακόμη και σε περιοχές που δεν έλαβαν μέρος
στην Εξέγερση, όπως οι Σέρρες, η Καβάλα κι η Θράκη. Υπολογίζεται πως οι
Βουλγαρικές Δυνάμεις εκτέλεσαν ομαδικά Ανθρώπους σε πάνω από 60 πόλεις κι
Οικισμούς.
Στην πόλη της
Δράμας από το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις αμάχων, οι
δολοφονίες στους δρόμους, οι βασανισμοί σε Αστυνομικά Τμήματα και σε Στρατώνες
κι οι ομαδικές εκτελέσεις. Αυτές οι εκτελέσεις έλαβαν χώρα σε διαφορετικά
σημεία: στην περιοχή του Ινστιτούτου Καπνού, στους πρόποδες του Κορυλόβου, στον
δρόμο προς το Μοναστηράκι, πίσω από το Γυμνάσιο Αρρένων, πίσω από το Πάρκο των
Κομνηνών, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη Στενήμαχο.
Τα θύματα εντός
της Δράμας υπολογίζονται μεταξύ 366 και 500 ατόμων, ενώ το κλίμα αυθαιρεσίας
και τρομοκρατίας που επικράτησε σημειώνεται ακόμη και από Βουλγαρικές πηγές.
Εκτός από την πόλη
της Δράμας εκτελέστηκαν 350 άρρενες στο Δοξάτο και 135 στη Χωριστή, 114
κάτοικοι των Κύργιων, 92 στη Κορμίστα Σερρών, 30 στους Φιλίππους Καβάλας, στην
Προσοτσάνη, τα Κουδούνια, τα Κοκκινόγεια, την Πλατανιά, τον Δρυμότοπο, τους
Σιταγρούς, τον Καλό Αγρό κ.α.
Εκτός των
εκτελέσεων πολλοί Έλληνες φυλακίστηκαν, ενώ τα Μέλη του ΚΚΕ που καθοδηγούσαν
την Εξέγερση σκοτώθηκαν σταδιακά όλα μαζί και με δεκάδες Οργανωτές και
συμμετέχοντες Κομμουνιστές. Πολλοί Αντάρτες σκοτώθηκαν σε μάχες ή συνελήφθησαν
κι εκτελέστηκαν αργότερα με Αποφάσεις των Κατοχικών Βουλγαρικών Στρατοδικείων. Επιβίωσε
μόνο ένα μέλος του Μ.Γ., ο Θεόκλητος Κρόκος, ο οποίος απολογήθηκε σε Επιτροπή
του ΚΚΕ γιά το αυθόρμητο ξέσπασμα της Εξέγερσης.
Από Ελληνικής
πλευράς, τα θύματα από την καταστολή της Εξέγερσης και τις Εκκαθαριστικές
Επιχειρήσεις των επόμενων ημερών ξεπέρασαν τα 2.000, με ορισμένες εκτιμήσεις να
κάνουν λόγο γιά τουλάχιστον 4.000 με 5.000 νεκρούς.
Βουλγαρικές
απώλειες: κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης και των Εκκαθαριστικών Επιχειρήσεων
που ακολούθησαν, οι συνολικές Βουλγαρικές απώλειες ανήλθαν σε 104 νεκρούς κι
107 τραυματίες, στους οποίους συγκαταλέγονταν Ένοπλοι (Στρατιώτες, Χωροφύλακες,
Πολιτοφύλακες κλπ) κι άμαχοι (κυρίως διορισμένοι Τοπικοί Άρχοντες, Κρατικοί
Υπάλληλοι και Συνεργάτες των Κατοχικών Αρχών).
Σύμφωνα με
Βουλγαρικές εκτιμήσεις, κατά το διήμερο του ξεσπάσματος της Εξέγερσης,
σκοτώθηκαν από Βουλγαρικής πλευράς 25 άτομα και τραυματίστηκαν άλλα 18, ενώ
υπήρξαν ισάριθμοι αιχμάλωτοι.
Κατόπιν, στο
διάστημα των Εκκαθαριστικών Επιχειρήσεων στις περιοχές του Τσαλ Νταγ και του
Παγγαίου, οι Βουλγαρικές Δυνάμεις μέτρησαν ακόμη 79 νεκρούς κι 89 τραυματίες.
Συνέπειες.
Πάνω από 10.000
Έλληνες εγκατέλειψαν την περιοχή φοβούμενοι την καταστολή των Βουλγαρικών
Αρχών. Με τη δημοσιοποίηση της είδησης της Σφαγής στην Αθήνα, η Κ.Ε του ΚΚΕ
έστειλε την Χρύσα Χατζηβασιλείου στη Θεσσαλονίκη ώστε να ελέγξει από εκεί την
κατάσταση και ν' αναστείλει πλήρως την Ένοπλη Δράση των Κομμουνιστών Ανταρτών
στη Μακεδονία.
Συνέπεια αυτών, ο
ντόπιος πληθυσμός αντιμετώπιζε πλέον μ' επιφύλαξη τις Αριστερές Αντάρτικες
Ομάδες, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η ανάπτυξη Αυτόνομων κι Εθνικιστικών Αντιστασιακών
Ομάδων.
Μακροπρόθεσμα
αποθαρρύνθηκε η προσέλευση περαιτέρω Εποίκων από την Βουλγαρία στην περιοχή και
Μεταπολεμικά η Εξέγερση και τα γεγονότα που ακολούθησαν συνετέλεσαν στο να
εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Βουλγαρία.
Διαχείριση της
Μνήμης.
Η αποτυχία της Εξέγερσης,
τα σκληρά αντίποινα των Κατοχικών Δυνάμεων, ο γρήγορος θάνατος σχεδόν όλων των
Πρωταγωνιστών κι η απουσία επίσημης εκδοχής από πλευράς της Ηγεσίας του ΚΚΕ,
προκάλεσαν σύγχυση στην Ελληνική Αριστερή Ιστοριογραφία σχετικά με τα γεγονότα
της Δράμας: αρκετοί Συγγραφείς κι Απομνημονευματογράφοι υιοθέτησαν την άποψη
περί Βουλγαρικής Προβοκάτσιας ή παγίδευσης, αποδίδοντας ευθύνες στην Π.Ε.
Δράμας και κυρίως στον Παντελή Χαμαλίδη, ο οποίος σκοτώθηκε τον Μάιο του 1942.
Ο Θεόκλητος Κρόκος
(το μοναδικό Μέλος του Μ.Γ. του ΚΚΕ που επέζησε των γεγονότων της Δράμας) ήταν
ο πρώτος που υποστήριξε πως ο Χαμαλίδης έπεσε θύμα Προβοκάτσιας της Οχράνα, ενώ
δεκαετίες αργότερα, ο Βασίλης Τσουκαλίδης (Οργανωτικό Μέλος του ΚΚΕ στο Παγγαίο
κατά την περίοδο της Εξέγερσης) τάχθηκε υπέρ της εκδοχής της Προβοκάτσιας,
υποστηρίζοντας επιπλέον πως μία σειρά επιθέσεων κατά Βουλγαρικών στόχων έγιναν
από Οχρανίτες.
Ο Σόλων
Γρηγοριάδης συμφώνησε με το Μεταπολεμικό Πόρισμα της Διοίκησης Χωροφυλακής
Δράμας πως η Εξέγερση ήταν αποτέλεσμα της παγίδευσης των Ελλήνων Κομμουνιστών
από Βούλγαρους Πράκτορες που, παριστάνοντας τους Κομμουνιστές, τους έπεισαν να
προχωρήσουν στο Εγχείρημα.
Ο Τάσος Βουρνάς
συμφώνησε εν μέρει με τον Γρηγοριάδη, υποστηρίζοντας πως οι Βουλγαρικές Αρχές
ήταν ενήμερες γιά την προετοιμαζόμενη Εξέγερση, την οποία ενδέχεται να
ενθάρρυναν με έμμεσο τρόπο έχοντας ήδη ετοιμάσει το Σχέδιο κατάπνιξής της.
Ο Θανάσης Χατζής
υποστήριξε πως, σύμφωνα με βάσιμα στοιχεία που υπάρχουν, οι ντόπιοι
Κομμουνιστές παγιδεύτηκαν από τις φήμες που διέδιδαν Πράκτορες της Βουλγαρικής
Αστυνομίας.
Ανάλογες απόψεις
εξέφρασαν μεταξύ άλλων οι Μάρκος Βαφειάδης, Πέτρος Ρούσος κι οι προσκείμενοι
στο ΚΚΕ Ιστορικοί, που συνέγραψαν Δοκίμιο γιά την Ιστορία της Εθνικής
Αντίστασης.
Κατά τον Χάγκεν
Φλάισερ, υπάρχουν ενδείξεις περί παγίδευσης των Ελλήνων Κομμουνιστών από τις
Βουλγαρικές Αρχές και την Οχράνα. Ο Γερμανός Ιστορικός αξιολογεί τ' αποτελέσματα
της Εξέγερσης ως πενιχρά και τις Βουλγαρικές απώλειες μικρές αλλά ικανές γιά να
δικαιολογήσουν σκληρά αντίποινα.
Σύμφωνα με
νεότερους Ιστορικούς κι Ερευνητές, όπως ο Σπύρος Κουζινόπουλος, ο
Χατζηαναστασίου κι ο Πασχαλίδης, ο διαδεδομένος, εντός της Ελληνικής
Ιστοριογραφίας, ισχυρισμός περί Βουλγαρικής Προβοκάτσιας είναι αστήρικτος.
Ειδικότερα, οι δύο
τελευταίοι επισημαίνουν πως, με βάση τις έρευνές τους, τη μελέτη της
Βουλγαρικής Ιστοριογραφίας και των αντίστοιχων Κρατικών Αρχείων, δεν προκύπτει
εξαπάτηση των Ελλήνων Κομμουνιστών από τις Βουλγαρικές Αρχές κι η Εξέγερση
αποτελεί καθαρά Ελληνική Υπόθεση. Το μέγεθος των Βουλγαρικών απωλειών αρκεί γιά
ν' ανατραπεί η Θεωρία περί άμεσης ή έμμεσης ανάμειξης των Βουλγαρικών Αρχών
στην οργάνωση της Εξέγερσης[54].
Κατά τους Καλύβα
και Μαραντζίδη, η Εξέγερση ήταν τόσο κακοσχεδιασμένη ώστε "...για πολλά
χρόνια αποδόθηκε, τόσο από δεξιούς όσο και από αριστερούς, σε βουλγαρική
προβοκάτσια προκειμένου να επιβληθούν σκληρά μέτρα στους ελληνικούς
πληθυσμούς".
Από Βουλγαρικής
πλευράς, σχεδόν αμέσως μόλις έγινε γνωστή η Εξέγερση, οι Αρχές εξέφρασαν την
άποψη πως αυτή οργανώθηκε από Έλληνες Αντάρτες της ευρύτερης περιοχής της
Δράμας, οι οποίοι είχαν ενισχυθεί και με άτομα από τη Γερμανοκρατούμενη Ζώνη,
ενώ αρχικά δεν απέδωσαν κάποια πολιτική χροιά στους εξεγερθέντες, ταυτίζοντάς
τους εν τέλει με το ΚΚΕ κατά το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου.
Στο ίδιο μήκος
κύματος κινήθηκε κι ο Βουλγαρικός Τύπος, που υποστήριξε πως ο Πυρήνας των
Επαναστατών εισήλθε στην περιοχή από τη Γερμανοκρατούμενη Μακεδονία
προσπαθώντας να παρασύρει τον ντόπιο Ελληνικό πληθυσμό σ' Εξέγερση. Αργότερα,
υιοθετώντας την επίσημη Κρατική Γραμμή και τις Γερμανικές ερμηνείες που
εκφράστηκαν, υποστήριξε πως η Εξέγερση προήλθε από τη Συνεργασία των Ελλήνων (Κομμουνιστών
κι Εθνικιστών) με την Κομμουνιστική Διεθνή και τη Βρετανική Κυβέρνηση.
Σε ό,τι αφορά τη
Βουλγαρική Ιστοριογραφία, ο Ντασκαλόφ, στο βιβλίο του γιά την Εξέγερση,
υποστήριξε πως αυτή ήταν το αποτέλεσμα της Συνεργασίας του Μ.Γ. του ΚΚΕ μ' Ελληνικά
Αστικά Κόμματα, Εθνικιστικούς κύκλους και με τη Δοσιλογική Κυβέρνηση της
Αθήνας.
Ο Ντίμιταρ
Γιόντσεφ απορρίπτοντας την -ευρέως διαδεδομένη στην Ελληνική Ιστοριογραφία-
εκδοχή περί προβοκάτσιας, ενέταξε την Εξέγερση στο πλαίσιο των Εντολών της
Κομμουνιστικής Διεθνούς περί δημιουργίας Αντιστασιακών Κινημάτων στην
Κατεχόμενη Ευρώπη.
Οι Παντελέι Στέρεφ
και Νικιφόρ Γκόρνεσκι την αναφέρουν ως μιά αποκλειστικά Ελληνική ενέργεια υπό
την καθοδήγηση του ΚΚΕ.
Μαρτυρικές πόλεις
και χωριά της Δράμας, που έχουν χαρακτηρισθεί επίσημα με Προεδρικό Διάταγμα ως
Μαρτυρικές Πόλεις και Χωριά (εκκρεμούν Αποφάσεις γιά τον χαρακτηρισμό ως
Μαρτυρικών αρκετών ακόμα Οικισμών): Δράμα, Δοξάτο Δράμας, Κύργια Δράμας,
Προσοτσάνη Δράμας, Σιδηρόνερο Δράμας και Χωριστή Δράμας.
Λόγω των δύο
Σφαγών το Δοξάτο ονομάστηκε Ηρωϊκή και Μαρτυρική Πόλη. Η Ελληνική Πολιτεία
τίμησε το Δοξάτο και τους κατοίκους του και σύμφωνα με το Β.Δ. 24-2-1949 (ΦΕΚ
68/1949 τ.Α.), η Κοινότητα Δοξάτου αναγνωρίστηκε, Τιμής Ένεκεν, Δήμος Δοξάτου.
Το 1998 με τον
Νόμο Καποδίστρια (Ν.2539/97) το Δοξάτο συνενώθηκε στον σημερινό νέο Δήμο
Δοξάτου, μ' έδρα τον Οικισμό Βαθύσπυλο του Διαμερίσματος Κυργίων.