Βασίλειος Γκίκας, Ακαδημαϊκός
"Η Αρχαία Ελληνική Ηθική Φιλοσοφία του Δικαίου".
Με την κοινή έννοια, η
Νομική Επιστήμη ή η Επιστήμη του Δικαίου, είναι αυτή οπού έχει έναν Ειδικό
Κύκλο Γνώσεων για την Ερμηνεία του Δικαίου που ισχύει σ' ένα ορισμένο Κράτος.
Με την έννοια της Κοινωνιολογίας του Δικαίου, είναι η Επιστήμη οπού ερευνά τη
Φύση και την Ιστορία του Δικαίου ως Κοινωνικού Φαινομένου. Το δε Δίκαιο είναι
ένα από τα τρία (Γ) μέρη των Κανόνων οπού ρυθμίζουν την Κοινωνική Συμβίωση.
Αυτά είναι: Α. της Δημόσιας Ηθικής ή Ηθικής, Β. των Ηθών και της Εθιμοτυπίας
& Γ. του Δικαίου.
Δίκαιο είναι το Σύστημα
Κανόνων που ρυθμίζει τις Κοινωνικές Σχέσεις οι οποίοι διατυπώνονται σε Νόμους,
ήτοι σε γραπτά κείμενα, που προβλέπουν και Ποινές για την περίπτωση της
παράβασής τους.
Το Δίκαιο υπάρχει για
να μην καταφεύγουμε στη Βία. Για να μπορεί να καταφεύγει το Δίκαιο ακόμα και
στην άσκηση Βίας θα πρέπει να έχει ένα πολύ ισχυρό Θεμέλιο Ισχύος. Αυτό που
διαχωρίζει τους Κανόνες Δικαίου από τους Κανόνες της Ηθικής είναι η δυνατότητα
άσκησης Βίας από τους μηχανισμούς και τους Θεσμούς του Δικαίου, σε αντίθεση με
την Ηθική όπου η άσκηση Βίας είναι ανύπαρκτη. Καταλαβαίνουμε καλύτερα τη
Δικαιοσύνη ως μια έλλειψη Αδικίας.
Εισαγωγή στη Νομική
Σκέψη, η Λογική κι η Μεθοδολογία της Νομικής Σκέψης.
Η Νομική Σκέψη
επιβάλλει Νόμους με τη μορφή Βίας. Στο Δίκαιο έχουμε ένα τρόπο Σκέψης που δεν
είναι προφανής για τους άλλους. Υπάρχει η γλώσσα του Δικαίου που έχει να κάνει
με Νομικούς Όρους, Προτάσεις και Κείμενα. Η Νομική Λογική είναι μιά Ουσιαστική
Λογική, η οποία, στη βάση και στο πλαίσιο της Τυπικής Λογικής και σε συνεργασία
με την Ειδική Νομική Μεθοδολογία, πρέπει να δείξει πως βρίσκει κανείς αληθινές
ή σωστές ή υποστηρίξιμες λύσεις σε Νομικά Ζητήματα. Είναι ένας Διαλογισμός γύρω
από την κατάλληλη, για το αντικείμενό της, Νομική Διαγνωστική διαδικασία, την
οποία δεν είναι πάντα εύκολο να διαβλέψει κανείς. Έχει Σκοπό της, στα όρια που
είναι επιτρεπτό στην Ανθρώπινη Γνώση, να βρίσκει την Αλήθεια και να διατυπώνει
καλά θεμελιωμένες Κρίσεις. Η Νομική Σκέψη πρέπει να επικεντρώνεται στον
χειρισμό των Νόμων, πράγμα που έχει πρωταρχική σημασία σ ένα κράτος Δικαίου.
Η Νομική Σκέψη πρέπει
να συγκεντρώνεται στον χειρισμό των Νόμων: οι Γενικοί Κανόνες Δικαίου κι οι
συγκεκριμένες Δικαστικές Αποφάσεις ή Διοικητικές Πράξεις που αποτελούν τους
Στόχους της Νομικής Σκέψης, σ' ένα Κράτος Δικαίου, όπου τα Δικαστήρια κι οι
Αρχές δεσμεύονται από τους Νόμους, πρέπει να διαμορφώνονται και να
αιτιολογούνται καταρχήν βάσει αυτών των Νόμων, όπου η Λαϊκή Θέληση εκδηλώνεται
με τη Δημοσίευσή τους.
Αρχικά το Δίκαιο ήταν
Προφορικό - Εθιμικό [τα Ήθη κι η Εθιμοτυπία ρυθμίζουν προαιρετικά την Εξωτερική
Συμπεριφορά και τους Κανόνες της Ηθικής, είναι δε Κανόνες της Καθημερινής Ζωής.
Ενδεχομένως, σε αυτού του είδους τους Παραβάτες να επιβληθεί αποκλεισμός από
ορισμένους Κύκλους Κοινωνικών Τάξεων ή Συναλλασσόμενων. Με την, τυπικά
τουλάχιστον, τάση οπού επικρατεί για την Ηθικοποίηση, όσο και Τυποποίηση, του
Δικαίου, η έννοια των Ηθών ενδιαφέρει στο Πεδίο των Συναλλαγών, γι' αυτό και
στη Νομική Επιστήμη διαμορφώθηκαν οι Όροι των Συναλλακτικών και Χρηστών Ηθών.
Κατ' αυτά: 1. Συναλλακτικά Ήθη είναι οι Συνήθειες των Συναλλαγών. Δηλαδή, οι
συνηθισμένοι τρόποι οπού χρησιμοποιούνται στις Συναλλαγές, με άμεση σχέση τον
Όρο της Καλής Πίστης: της Συμπεριφοράς οπού θα πρέπει ο καθένας να δείχνει σε
αυτές, την Ευθύτητά της και την Εμπιστοσύνη, που θα πρέπει να τις διακρίνει.
& 2. Χρηστά Ήθη, που είναι το σύνολο των Κανόνων που υπαγορεύει η Ηθική και
που χρησιμοποιούν ως Τεχνικό Όρο οι Νομικοί, για να παραπέμψουν στην Ηθική
-κατ' ουσία, Κανόνες Δικαίου-. Μπορούν δε να θεωρηθούν ως αντιλήψεις οπού
ισχύουν για την Ηθική κάθε φορά μέσα σε μία Κοινωνία. Αυτή η Ηθική ρυθμίζει την
Κοινωνική Διαβίωση κάθε Κοινωνικού Ανθρώπου. Τα Χρηστά Ήθη χρησιμοποιούνται: α.
Στην Ερμηνεία των Συμβάσεων
Από τον 7ο αιώνα οι
Ίωνες Φυσικοί Φιλόσοφοι μπολιάζουν την Ανθρωπότητα νομιμοποιώντας τη Λογική ως
μέσο για την εξήγηση των Φυσικών Φαινομένων και της Γέννησης του Κόσμου και τον
5ο αιώνα καταλήγει στην έλευση του Σοφιστικού Κινήματος, που ονομάστηκε Αρχαίος
Ελληνικός Διαφωτισμός. Οι Σοφιστές έστρεψαν την προσοχή τους από το Σύμπαν και
τον Κόσμο στον Άνθρωπο και στην Κοινωνία του και με μέσο τον Ορθό Λόγο, την
Κοινή Λογική, προκάλεσαν την Αμφισβήτηση των πάντων κ' ιδίως των ακλόνητων
μέχρι τότε Υπερβατικών και Μεταφυσικών Παραδοχών. Σχετικοποίησαν τα Πράγματα,
εισάγοντας νέες αντιλήψεις, όπως αυτή του Κοινωνικού Συμβολαίου ως Αιτία για τη
συγκρότηση της Πολιτείας κι υποστήριζαν το Χειράφετο Θετό ή Θετικό Δίκαιο της
Δημοκρατίας, που το νομοθετούν τα Πολιτειακά Όργανά της εγγράφως.
Τότε γεννήθηκε η
Διαμάχη μεταξύ του Νομικού Ιδεαλισμού και του Νομικού Θετικισμού, που κρατεί
ακόμα και σήμερα. Ο πρώτος επικαλείται ότι το Δίκαιο υπάρχει εκ των προτέρων, a
priori, αντικειμενικά κι η πηγή του βρίσκεται σε Υπερβατικούς κι Απαράβατους
Νόμους, που αποτελούν το Δίκαιο της Φύσεως, το Φυσικό Δίκαιο, οι οποίοι είναι
σημείο αναφοράς κι επικρατούν της Νομοπαραγωγής της Κοινωνίας.
Ο Σωκράτης σε αυτήν την
κατεύθυνση έλεγε ότι ο Άνθρωπος συλλαμβάνει Σταθερές Αντικειμενικές Αλήθειες
γιά το τι είναι Αγαθό, τι είναι Αρετή, τι είναι Δίκαιο και τι Άδικο κι
αναζήτησε γι' αυτά τα ζητήματα Καθολικό (Γενικής Ισχύος) Ορισμό, ενώ ο Πλάτων,
στην ίδια Λογική, βρήκε την Αντικειμενική Αλήθεια σε μία Μεταφυσική - Θεωρητική
δική του κατασκευή, τις Ιδέες, που, κατ' αυτόν, προϋπάρχουν κάθε Αισθητής
Ύπαρξης και κάθε Νόμου κι είναι αιώνιες κι αμετάβλητες, στις οποίες
συγκαταλέγει και τη Δικαιοσύνη που την θεωρεί Αυθύπαρκτη Ιδέα και κατέληξε
στους Νόμους Δ' (IV 716 C) του, διορθώνοντας τον Πρωταγόρα, στην Καθολική
Πρότασή του: ὁ δή Θεός ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα, καί πολύ
μᾶλλον ἤ πού τις, ὡς φασίν: ο Θεός είναι το βασικό Μέτρο των Πραγμάτων πολύ
περισσότερο από τον Άνθρωπο, όπως υποστηρίζουν μερικοί. Ο Θεός είναι που
ρυθμίζει τις Ποιότητες και τις Αξίες των Πραγμάτων. επικυρώνει ο Πρόκλος
παραθέτοντας με τη σειρά του: κάθε Θεός είναι Μέτρον των Όντων, διότι, αν κάθε
Θεός είναι Ενιαίος, καθορίζει και μετρά όλα τα πλήθη των Όντων. Πρόκλος
Στοιχείωσις Θεολογική (117). Οι ενασχολούμενοι με την Ελληνική Θεολογία θα
πρέπει να καθίστανται δεινοί Αναζητητές της Αληθείας.
Το Φυσικό Δίκαιο.
Στο Φυσικό Δίκαιο
αποδόθηκε Θεία Καταγωγή κι ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι ξὺν νόῳ λέγοντας
ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ
ἰσχυροτέρως.τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ
γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.
Ο Πλάτων δέχτηκε ότι το
Δίκαιο είναι Μεταφυσικό Μέγεθος αναγόμενο στο Θείο. Είναι το Διίκαιον,
ισχυρίζεται το αιώνιο Αρχέτυπο, ο λέγει ο Αναξαγόρας νουν: ὁμοίως δὲ καὶ
Ἀναξαγόρας ψυχὴν εἶναι λέγει τὴν κινοῦσαν, καὶ εἴ τις ἄλλος εἴρηκεν ὡς τὸ πᾶν
ἐκίνησε νοῦς· οὐ μὴν παντελῶς γ' ὥσπερ Δημόκριτος. ἐκεῖνος μὲν γὰρ ἁπλῶς ταὐτὸν
ψυχὴν καὶ νοῦν (τὸ γὰρ ἀληθὲς εἶναι τὸ φαινόμενον, διὸ καλῶς ποιῆσαι [τὸν]
Ὅμηρον ὡς ὁ Ἕκτωρ "κεῖτ' ἀλλοφρονέων"· οὐ δὴ χρῆται τῷ νῷ ὡς δυνάμει
τινὶ περὶ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ ταὐτὸ λέγει ψυχὴν καὶ νοῦν): ομοίως δε κι ο
Αναξαγόρας λέγει, ότι η Ψυχή είναι η αιτία της κινήσεως και εί τις άλλος είπεν
ότι το παν ο νους κινεί. Αλλ' όμως η δόξα τούτων δεν είναι εντελώς ομοία με την
του Δημοκρίτου. Διότι ούτος λέγει, ότι απολύτως η ψυχή και ο νους είναι το αυτό
πράγμα· και ότι το μέτρον του αληθούς είναι το αισθητόν φαινόμενον και δια
ταύτα καλώς ο Όμηρος παρέστησε τον Έκτορα ότι κατέκειτο αλλοφρονών, ότε
κατέκειτο αναίσθητος. Τον νουν δεν θεωρεί ως δύναμίν τινα προς γνώσιν της
αληθείας, αλλά λέγει ότι ψυχή και νους είναι το αυτό. και αναφέρεται με τον
τρόπο αυτόν στο θείο, διότι ο Θεός, γιά τον Αναξαγόρα, είναι νούς. Γιά τη λέξη
Νόμος αναφέρει ότι έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη Νους και σημαίνει διανομή του
Νου: την του νου διανομήν νόμον επονομάζομεν: Νόμος είναι η διανομή της Λογικής
κι εισφέρει και το ου διαφέρει λόγος ορθός, λόγου δικαιοσύνης, το οποίο,
αποσπασμένο από την Μεταφυσική Θεώρησή του, μπορεί να γίνει δεκτό.
Ο Αριστοτέλης ακολούθως
είναι αυτός που προσγειώνει το φυσικό δίκαιο δεχόμενος ότι αυτό είναι το
πανταχού την αυτή έχον δύναμιν ώσπερ το πύρ ενθάδε και εν Πέρσαις καίει: αυτό
που παντού έχει την ίδια δύναμη, όπως η φωτιά που καίει, το ίδιο κι εδώ και
στους Πέρσες. Επιπλέον στη Ρητορική του λέγει ότι υπάρχουν ορισμένες Πράξεις
που εκ φύσεως θεωρούνται ως Δίκαιες ή Άδικες από όλους τους Ανθρώπους, ακόμα κι
αν δεν υπάρχει μεταξύ τους Συμφωνία ή Επικοινωνία.
Κατά τον Ξενοφώντα, το
Φυσικό Δίκαιο είναι οι Άγραφοι Νόμοι οι εν πάσει χώρα κατά ταυτά νομιζόμενοι:
αυτοί που ισχύουν σε κάθε Χώρα και στηρίζονται στις ίδιες Παραδοχές. &
Ο Νομικός Θετικισμός.
Ο Νομικός Θετικισμός
επικαλείται ότι οι Νόμοι που ρυθμίζουν τις Ανθρώπινες Σχέσεις μέσα στην
Κοινωνία πρέπει να προέρχονται από τον ίδιο τον Άνθρωπο παραγόμενοι από το
Νομοθετικό Όργανο της Πολιτείας κι ότι δεν ανάγονται σε δεδομένες Μεταφυσικές
Θέσεις, διότι πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν,
τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν (152a): ο Άνθρωπος αποτελεί το Μέτρο της Αλήθειας
και κάθε υποκειμενική άποψη έχει την αξία της, αλλά συγχρόνως, η Αλήθεια κι η
Πραγματικότητα είναι Σχετική, δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αντιμετώπιση της
Αλήθειας, η οποία συχνά εκφεύγει , διαφοροποιείται, διαστρεβλώνεται, κατά το
δοκούν και με βάση τις ιδιαίτερες Πεποιθήσεις, το Ιδεολογικό Υπόβαθρο καθενός,
τις Αντιλήψεις και τα Πιστεύω του, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν υποκειμενική
χροιά και δεν μπορεί να είναι απολύτως κοινά και, μ' έναν φορμαλιστικό τρόπο,
δεδομένα. Ο Άνθρωπος έχει δικό του κριτήριο με το οποίο εκτιμά τα πράγματα,
λέει ο Πρωταγόρας. Ο Σωκράτης στον ίδιο λόγο (183c) αναφέρει ότι πάντ' ἄνδρα
πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι.
Ο Θεός του Πλάτωνος
είναι γι’ αυτόν απλή λέξη, ακατάληπτη στην ουσία της, καθώς στερείται κάποιου
υλικού αντικειμένου κι η προσωπική του στάση γιά το ζήτημα του Θείου
περιλαμβάνεται στη φράση του: περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ' ὡς εἰσὶν οὔθ'
ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ' ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ'
ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου: δεν ξέρω κάτι για τους Θεούς ούτε
αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε με τι μοιάζουν. Πολλά είναι αυτά που
εμποδίζουν τη Γνώση και κυρίως ότι είναι άφαντοι κι ότι είναι βραχύς ο
ανθρώπινος βίος. Με τον τρόπο αυτόν ο Πρωταγόρας κλείνει έλλογα το ζήτημα.
Γιά τον Νόμο τα λέει ο
Περικλής που εκπροσωπεί το Θετικό Δίκαιο: ἀλλ᾽οὐδέν τι χαλεποῦ πράγματος ἐπιθυμεῖς,
ὦ Ἀλκιβιάδη, φάναι τὸν Περικλέα, βουλόμενος γνῶναι τί ἐστι νόμος· πάντες γὰρ
οὗτοι νόμοι εἰσίν, οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν καὶ δοκιμάσαν ἔγραψε, φράζον ἅ τε δεῖ
ποιεῖν καὶ ἃ μή: αλλά καθόλου δύσκολο πράμα δεν επιθυμείς, Αλκιβιάδη, με το να
θες να μάθεις τι είναι Νόμος. Διότι, Νόμοι είναι όλα αυτά που οι πολλοί, αφού
συγκεντρώθηκαν και τα επιδοκίμασαν, τα νομοθέτησαν ορίζοντας τι πρέπει να κάνει
κανένας και τι δεν πρέπει.
Ο Αριστοτέλης είπε ότι
Νόμος είναι η Λογική Κρίση επικυρωμένη με την Καθολική Γνώμη της Πόλης, που
καθορίζει πώς πρέπει να πράττει καθείς σε κάθε περίπτωση: Νόμος γάρ ἐστιν, ὥς
φησιν Ἀριστοτέλης, λόγος ὡρισμένος καθʼ ὁμολογίαν κοινὴν πόλεως, μηνύων πῶς δεῖ
πράττειν ἕκαστα.
Ο Δημοσθένης
συμπλήρωσε: ἄπας ὁ τῶν Δίκαιο ἀνθρώπων βίος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κἂν μεγάλην
πόλιν οἰκῶσι κἂν μικράν, φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται. Τούτων δ’ ἡ μὲν φύσις
ἐστὶν ἄτακτον καὶ κατ’ ἄνδρ’ ἴδιον τοῦ ἔχοντος, οἱ δὲ νόμοι κοινὸν καὶ
τεταγμένον καὶ ταὐτὸ πᾶσιν, ἡ μὲν οὖν φύσις, ἂν ᾖ πονηρά, πολλάκις φαῦλα
βούλεται· διόπερ τοὺς τοιούτους ἐξαμαρτάνοντας εὑρήσετε. Οἱ δὲ νόμοι τὸ δίκαιον
καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ συμφέρον βούλονται, καὶ τοῦτο ζητοῦσιν, καὶ ἐπειδὰν εὑρεθῇ,
κοινὸν τοῦτο πρόσταγμ᾽ ἀπεδείχθη, πᾶσιν ἴσον καὶ ὅμοιον, καὶ τοῦτ᾽ ἔστι νόμος.
ᾧ πάντας πείθεσθαι προσήκει διὰ πολλά, καὶ μάλισθ᾽ ὅτι πᾶς ἐστι νόμος εὕρημα
μὲν καὶ δῶρον θεῶν, δόγμα δ᾽ ἀνθρώπων φρονίμων, ἐπανόρθωμα δὲ τῶν ἑκουσίων καὶ
ἀκουσίων ἁμαρτημάτων, πόλεως δὲ συνθήκη κοινή, καθ᾽ ἣν πᾶσι προσήκει ζῆν τοῖς
ἐν τῇ πόλει (Δημοσθένης, Κατ' Ἀριστογείτονος, Α', 15 - 16): όλη η ζωή των
Ανθρώπων, Αθηναίοι -είτε αυτοί κατοικούν σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή-,
κυβερνάται από τη Φύση και τους Νόμους. Από τα προηγούμενα η Φύση είναι
απρόβλεπτη και χαρακτηρίζει κάθε Άνθρωπο που τη διαθέτει, ενώ οι Νόμοι είναι
κοινοί και προβλέψιμοι κι οι ίδιοι γιά όλους. Η Φύση, αφενός, αν είναι φαύλη,
πολλές φορές θέλει το κακό· γι' αυτό θα δείτε ότι Άνθρωποι με τέτοια φύση
κάνουν λάθη. Οι Νόμοι, αφετέρου, θέλουν τη Δικαιοσύνη, την Αρετή και το Ωφέλιμο
-κι αυτό επιδιώκουν- κι όταν αυτό βρεθεί, προβάλλεται ως Γενικός Κανόνας, που
ισχύει εξίσου και με όμοιο τρόπο γιά όλους κι αυτό είναι ο Νόμος. Σε αυτόν
αρμόζει να υπακούουν όλοι γιά πολλούς λόγους και κυρίως επειδή κάθε Νόμος είναι
Θεϊκή Ανακάλυψη και Δωρεά, τρόπος Σκέψης των Συνετών Ανθρώπων, διόρθωση των
εκούσιων κι ακούσιων λαθών, κοινή Συμφωνία της Πόλης, σύμφωνα με την οποία
αρμόζει να ζουν όλοι οι Πολίτες.
Γιά το Αττικό Δίκαιο,
Νόμος είναι μόνον ο Γραπτός κι υπάρχει ρητή απαγόρευση στους Νόμους του
Σόλωνος, το 594 π.Χ., που αποτελούν το Σύνταγμα της Αθηναίων Πολιτείας, γιά τη
χρήση Άγραφων Νόμων, καθώς αυτοί είναι Κληρονομία και στήριγμα της
Αριστοκρατίας. Ἑελτίονος ἀνδρὸς ἃ τὸ τοῖς αγράφοις νόµοις ἢ τοῖς γεγραμµένοις
ἐμμένειν, νομοθέτησε ο Σόλων. Νομοθέτησε έτσι, διότι έτσι απέκλεισε την
αυθαιρεσία του Προφορικού κι έμεινε στην Ιστορία διότι μπόρεσε με αυτή τη
Διάταξη και με άλλες Διατάξεις ν' άρει τη σύγκρουση των Κοινωνικών Τάξεων, με
τη συναίνεσή τους, διατυπώνοντας γιά πρώτη φορά το Κοινωνικό Συμβόλαιο.
Το ίδιο που επανήλθε
στον Διαφωτισμό από τον Τζων Λόκ 2.200 χρόνια αργότερα κι αποτελεί ακόμα και
σήμερα την κατεύθυνση γιά τη λύση των Οικονομικών Προβλημάτων την Περίοδο της
Κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε, χωρίς όμως να έχει σχέση με το προ 30ετίας
Συμβόλαιο με τον Λαό, που θα θυμούνται οι παλιότεροι. Οι Εύποροι κι όσοι από τη
Μεσαία Τάξη βρίσκονται σε καλή κατάσταση την Περίοδο της Κρίσης πρέπει να
επιδοτήσουν την Ομαλότητα βάζοντας το χέρι στην τσέπη χωρίς να διαμαρτύρονται,
διότι έχουν μεγαλύτερο Όφελος: την αποσόβηση της Κοινωνικής Σύγκρουσης και την
Επιβίωση της Χώρας στην οποία ζουν.
Επίτευγμα του
Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η Δημοκρατία, η οποία έλυσε το Πρόβλημα της
Σύγκρουσης των Κοινωνικών Τάξεων, με μοναδική επιτυχία κι αυτή η
αποτελεσματικότητα είναι το Εχέγγυο γιά την ποιότητα του Μέσου. Σκοπός της
Δημοκρατίας είναι η Ελευθερία και πραγματώνεται ὅταν τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν
πολιτεύηται συμφέρον. Μόνος Εγγυητής της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας είναι ο
Νόμος και γι' αυτόν τον λόγο ο Ηράκλειτος προτρέπει τον Δήμο, στα Πρώιμα
Χρόνια, μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος: χρειάζεται να
μάχεστε γιά τον Νόμο όπως ακριβώς όταν υπερασπίζεστε τα τείχη της πόλης σας,
τασσόμενος έτσι καθαρά με το Θετό Δίκαιο.
Οι ρίζες της
Δημοκρατίας βρίσκονται στη Νομοθεσία του Λυκούργου, στη Μεγάλη Ρήτρα, το
αρχαιότερο κείμενο της Ελληνικής Νομοθετικής Ιστορίας, το οποίο καταλήγει με
την Εντολή να συνέρχεται ο Λαός σε Τακτικές Συνελεύσεις που θα συγκαλούνται σε
συγκεκριμένο χώρο και να έχει Δικαίωμα Ανταγορίας, Διαφωνίας, προς στους
Άρχοντες και να είναι ο Λαός κύριος της Πολιτείας. Η κρίσιμη φράση είναι: δάμω
δ' αγοράν ήμεν και κράτος. Όμως, γιά τη Σπάρτη και γιά όλον τον Ελληνισμό
γενικότερα, η Δημοκρατική της Πρωτοπορία ανατράπηκε όταν επιβλήθηκε η
Αριστοκρατία και προσθέτει στη Μεγάλη Ρήτρα τη Μικρή: όταν ο Λαός, ο Δήμος (ο
Λάμος) δεν παίρνει τις Ορθές Αποφάσεις τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποσταστήρας
ήμεν: οι Γερουσιαστές κι οι Βασιλείς έχουν Δικαίωμα ν' αρνούνται την κύρωσή
τους. Με αυτά και με άλλα επικράτησε στη Σπάρτη η Ολιγαρχία κι η Πολιτεία της
κατέληξε σε Κοινωνία Στρατοπέδου. Η Δημοκρατία άνθησε στην Αθήνα.
Ο Αριστοτέλης στα Μετά
τα Φυσικά πιστεύει ότι η Θεώρηση της Αλήθειας από τη μια μεριά είναι δύσκολη,
από την άλλη εύκολη. Ένδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ουδείς μπορεί να την
αντιληφθεί ικανοποιητικά, από την άλλη μεριά όμως δεν αποτυγχάνουν όλοι.
Υπάρχει και μιά Αλήθεια
αναμφισβήτητη, που δεν μπορεί να κρυφτεί, όσο κάποιος κι αν προσπαθήσει. Είναι
η Αλήθεια κι η Πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά. Μιά Αλήθεια Βιωματική,
που δεν επιδέχεται ευλόγων αμφιβολιών ή κατευθυνόμενων επικαλύψεων. Η Αλήθεια
των γεγονότων που δεν επιδέχονται σχολιασμό: αυτών που ειδικά τα τελευταία
χρόνια υπονομεύουν την ζωή μας, αλλά δεν αναδεικνύονταν γιά λόγους εξυπηρέτησης
του Προσωπικού Συμφέροντος, που μετά από διάφορα στάδια πλέον θεωρείται
αυτονόητη. Η Αλήθεια είναι ότι επί σειρά ετών ο Πολίτης ζει σ' ένα Ψέμα, σε μιά
Ουτοπία και σε μία φτιαχτή Πραγματικότητα, που βολεύει τις Αισθήσεις του και
κοιμίζει τον Νου του. Κάθε Αλήθεια περνάει από 3 στάδια: πρώτα γελοιοποιείται,
μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη. Άρθουρ Σοπενχάουερ.
Αυτήν την Αλήθεια
σήμερα την αποδέχονται οι περισσότεροι που έπαψαν να έχουν παρωπίδες. Αυτή η
Αλήθεια δεν χρειάζεται Απόδειξη, όπως είπε ο Ομάρ Καγιάμ: Αλήθεια που
χρειάζεται απόδειξη είναι μισή Αλήθεια.
Αυτή η Αλήθεια είναι
κατανοητή από όλους, διότι, όλες οι Αλήθειες είναι εύκολα κατανοητές από τη
στιγμή που θ' ανακαλυφθούν. Το θέμα είναι ν' ανακαλυφθούν. Γαλιλαίος. Ο
πανδαμάτωρ Χρόνος αποκάλυψε τούτην την Αλήθεια: ο Χρόνος είναι ο Πατέρας της
Αλήθειας, Μητέρα της είναι ο Νους μας. Τζιορντάνο Μπρούνο.
Θα είναι ευχής έργον
όποτε ο Άνθρωπος θα μπορέσει να την αποδεχτεί, να την υποστηρίξει και να
χαλυβδώσει πλέον την Πνευματική και Κοινωνική του Υπόσταση. Μόνο με τη Νόηση
μπορεί ο Άνθρωπος ν' αντικρίσει το Φως (Πλάτωνος Πολιτεία 7, 514a - 518d: Η
αλληγορία του σπηλαίου. Η ερμηνεία της αλληγορίας: η Παιδεία στροφή της Ψυχής
προς την Ιδέα του Αγαθού).
Γιά να υπάρξει Δίκαιο
αφενός χρειάζεται ικανότητα Σύναψης Συμφωνίας κι αφετέρου, καθώς δεν φτάνει το
περί Δικαίου Συναίσθημα, που είναι αόριστο και στηρίζεται στη Φυσική Επιθυμία
κάθε Ανθρώπου να μη βλάπτεται. Στη Σύναψη Συμφωνίας, σε κοινωνικό επίπεδο, να
μη βλάπτεται άλλος. Αυτή, γιά να έχει αξία, πρέπει να εξειδικεύεται με
συγκεκριμένους Κανόνες: Νόμους που να μπορούν να επιβληθούν όχι με ευχολόγια,
αλλά μ' εκτέλεση: με την άσκηση Έννομης Βίας, από επίσης συμφωνημένο και
θεσπισμένο γι' αυτό το έργο Δημόσιο Μηχανισμό, στελεχωμένο από Λειτουργούς που
θα έχουν ως Αποστολή να εφαρμόζουν τον Νόμο και θα καταλογίζουν την Ευθύνη όταν
αναφύονται διαφορές μεταξύ των Πολιτών.
Η ύπαρξη τέτοιου
Μηχανισμού θα καθιστά κακή την Αδικία, επειδή θα προκαλεί φόβο σε όποιον
παραβιάζει τον Νόμο μήπως δεν μπορέσει να ξεφύγει, διότι γι’ αυτόν η Αδικία δεν
αποτελεί κακό, διότι δεν είναι από μόνη της κακό. Αντιθέτως, αποτελεί καλό και
δεν αλλάζει την κατάσταση η απλή αποδοκιμασία της πράξης του από τους άλλους
και τον αδικούμενο, αν δεν υπάρχει Νόμος που να απειλεί Ποινή: Βλάβη του
Παραβάτη.
Το εντυπωσιακό στην
Επικούρεια Φιλοσοφία στον 21ο αιώνα κι όταν υπάρχει η Ιδιότητα του Νομικού
είναι οι κύριες Δόξες, που αποτυπώνουν μ' ενάργεια τη Σχετικότητα που υπάρχει
στο Θετικό Δίκαιο, το οποίο επηρεάζεται από την αλλαγή των Συνθηκών και
δικαιολογεί την έννοια Δίκαιο μόνον αν επιλύει πρακτικά τρέχοντα Προβλήματα των
Ανθρώπων και της κοινωνίας μας.
Από γενική άποψη, το
Δίκαιο είναι το ίδιο γιά όλους, διότι συμφέρει στις Ανθρώπινες Σχέσεις η ύπαρξή
του, αλλά οι ιδιαιτερότητες κάθε Χώρας κι οι εκάστοτε Συνθήκες έχουν ως
συνέπεια να μην είναι το ίδιο πράγμα Δίκαιο γιά όλους.
Το όντως, το Πραγματικό,
Δίκαιο, πάλι με υλικούς όρους, καθώς εξηγείται πρώτον: ότι από όσα Δίκαια έχουν
γίνει δεκτά από τον Νόμο Πραγματικά Δίκαια, είναι μόνον αυτό που έχει
επιβεβαιωθεί ότι είναι Συμφέρον γιά τις ανάγκες των Ανθρωπίνων Σχέσεων, τό μεν
επιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τής προς ἀλλήλους κοινωνίας και
δεύτερον: ότι ακόμα κι αν υπάρξει αλλαγή (Μετάπτωση) του Συμφέροντος, που
προβλέπεται από τους Θεσμοθετημένους Νόμους και πάψει να είναι ποιά Συμφέρον,
γιά όσον Χρόνο αυτό εναρμονιζόταν με τη γενική περί Δικαίου Αντίληψη, το περί
Δικαίου Αίσθημα, ήταν πραγματικό Δίκαιο. Επιτάσσεται η σημασία των Συνθηκών και
της αλλαγής τους ως παραγόντων επιρροής του περιεχομένου των Νόμων: όπου χωρίς
να έχουν αλλάξει οι Συνθήκες (μη καινών γενομένων των περιεστώτων πραγμάτων),
φάνηκε στην πράξη ότι όσα έχουν θεωρηθεί από τον Νόμο δίκαια, δεν είναι
εναρμονισμένα εις την Πρόληψιν, την περί Δικαίου Αντίληψη, το περί Δικαίου
Αίσθημα, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Και όπου με νέες συνθήκες οι ίδιες
διατάξεις έπαψαν να είναι, ήταν δίκαιες τότε που ήταν συμφέρουσες και πλέον δεν
είναι δίκαιες.
Αυτές οι απόψεις
εκφράζονται περίπου απαράλλακτες στη Βασική Αρχή και Πηγή του Σύγχρονου Αστικού
Δικαίου, που διατυπώνεται με τη Λατινική φράση pacta sunt sevanda rebus sic
stantibus, οι Συμφωνίες πρέπει να τηρούνται εφόσον οι Συνθήκες παραμένουν
ίδιες. Αν αλλάξουν οι Συνθήκες, όπως συμβαίνει την Περίοδο της βαθιάς
Οικονομικής Κρίσης που βιώνουμε, το περιεχόμενο των Συμφωνιών μπορεί ν'
αλλοιώνεται, ώστε όποιος από τους Συμβαλλομένους βρέθηκε σε θέση Αδυναμίας,
λόγω αυτής της αλλαγής, να εκπληρώσει τη Συμφωνία όσο του επιτρέπουν οι
δυνάμεις του, χωρίς να καταστρέφεται.
Από αυτήν την Αρχή
απορρέει Νομοθεσία που υπάρχει σε όλες τις Σύγχρονες Έννομες Τάξεις, η αξία της
οποίας είναι πολύτιμη ειδικά στη Χώρα μας, λόγω της Οικονομικής Κρίσης που
βιώνουμε, καθώς τα Δικαστήριά μας εφαρμόζουν σε μεγάλη πλέον έκταση τις
απορρέουσες από την Αρχή Διατάξεις των άρθρων 388 και 288 του Αστικού Κώδικα,
που αφορούν στις Συμβάσεις. Η πρώτη από αυτές ορίζει ότι το Δικαστήριο μπορεί
ν' αναγάγει την παροχή του ενός Συμβαλλόμενου στο μέτρο που αρμόζει ή ακόμα και
να λύσει τη Σύμβαση, αν τα περιστατικά στα οποία τα μέρη στήριξαν τη Σύμβαση
μεταβλήθηκαν από λόγους που ήταν Έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κι
από αυτή τη μεταβολή η παροχή του Συμβαλλόμενου αυτού έγινε υπέρμετρα επαχθής.
Η δεύτερη ορίζει ότι ο Οφειλέτης έχει Υποχρέωση να εκπληρώσει την Παροχή του
όπως απαιτεί η Καλή Πίστη, δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει πέραν των δυνάμεών
του, αν η αδυναμία του προήλθε όχι σε λόγους που ανάγονται σε Ευθύνη του, αλλά
λόγω της αλλαγής των Συνθηκών. Όλη η Νομολογία των Δικαστηρίων των τελευταίων
ετών γιά τα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά και τα Κόκκινα Δάνεια, στηρίζεται στην
εφαρμογή αυτών των Διατάξεων.
Με τον επαναπροσδιορισμό
της έννοιας του Φυσικού Δικαίου με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, η Επικούρεια
Φιλοσοφία καταδεικνύει ότι η αντίθεση μεταξύ Φυσικού και Θετικού Δίκαιου δεν
είναι υπαρκτή κι υφίσταται μόνον αν στην έννοια του πρώτου υπαχθούν
καταχρηστικά μεταφυσικά νοήματα. Όταν λέμε Φυσικό Δίκαιο κι εννοούμε
Μεταφυσικό, υπάρχει αντίθεση και σύγκρουση με το Θετό Δίκαιο από τα Πολιτειακά
Όργανα. Τη λύση τη δίνει η πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή πλήρως με τη
χρήση της Φιλοσοφίας.
Από τη Φύση μας
επιβάλλεται να μην ανεχόμαστε Βλάβη στα Ζωτικά μας Συμφέροντα σε όλα όσα είναι
Φυσικά κι Αναγκαία γιά τη ζωή μας. Αυτό καθορίζει αρχικά και την περί του δικού
μας Δικαίου αντίληψή μας, το οποίο όταν παραβιάζεται παράγει πόνο κι ανάγκη γι'
αντίδραση. Επειδή όμως αναγνωρίζουμε ότι αυτό ακριβώς ισχύει και γιά τους
άλλους, γιά να ζήσουμε σε Κοινωνία που παρέχει Συλλογική Ασφάλεια, πρέπει να
συμφωνήσουμε μαζί τους να μην αλληλοβλαπτόμαστε, τουλάχιστον στα βασικά, στα
Ζωτικά μας, Συμφέροντα.
Προκύπτει η Κοινωνική
Αναγκαιότητα θεσμοθέτησης Βασικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία στα σύγχρονα
Συντάγματα συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα μη αναθεωρούμενων Διατάξεών τους που
αναφέρονται στις Κατοχύρωση της Αξίας του Ανθρώπου, των Βασικών Ελευθεριών του
και της Ισότητας ενώπιον του Νόμο και της Κατοχύρωσης της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Αυτές οι Διατάξεις αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης κι ενέχουν Αξίες
Φυσικοδικαϊκής προέλευσης, είναι οι a priori Αρχές. Αυτές οριοθετούν το
Νομοθετικό Δικαίωμα των Πολιτειακών Οργάνων και καθιστούν εντελώς αδύνατον στον
Δικαστή να εφαρμόσει Νόμο που είναι αντίθετος σε αυτές τις Διατάξεις,
αποκλείοντας έτσι τη σύγκρουση του Πραγματικού Φυσικού με το Θετό δίκαιο και
διαφυλάσσοντας το περί Δικαίου αίσθημά του.
Αυτά είναι ο Αρχαίος
Νομικός Πολιτισμός κι η Συμβολή σε αυτόν της Επικούρειας Φιλοσοφίας [οὐκ ἔστιν
ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ
δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν: δεν
είναι δυνατόν να ζει κάποιος ευχάριστα, αν δεν ζει Φρόνιμα, Ηθικά και Δίκαια,
όπως και δεν μπορεί να ζει Φρόνιμα, Ηθικά και Δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα.
Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5], της οποίας κατά το 1/3 του περιέχει Δικαιοσύνη
και τα άλλα 2/3 είναι το καλώς και το φρονίμως: η Ομορφιά κι η Φρόνηση.